21/03/2025
Στὶς 13 Ἰουνίου τοῦ 323 π.X. σταμάτησε γιὰ μιὰ στιγμή, μαζὶ μὲ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἡ ἀναπνοὴ τῆς ἴδιας τῆς Ἱστορίας. Κανένας δὲν ταυτίσθηκε μὲ τὴν παγκόσμια ἱστορία ὅσο ὁ Ἀλέξανδρος. Ὁ Μέγας ἄνθρωπος. γιὰ τὸν ὅποιο ἔχει γράψει ὁ Πλούταρχος τὸν πρωτάκουστο ἔπαινο ὅτι θεωροῦσε «τοῦ νικᾶν τοὺς πολεμίους τὸ κρατεῖν ἑαυτοῦ βασιλικώτερον», δὲν ὑπῆρχε πιά.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος λίγο πρὶν τὴν ἀναχώρηση γιὰ τὴν Ἀραβία, στὶς 2 πρὸς 3 Ἰουνίου 323 π.Χ., συμμετεῖχε σὲ ἕνα συμπόσιο ἔπειτα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκδήλωσε πυρετό, ποὺ διήρκεσε καὶ τὶς ἑπόμενες ἡμέρες, ἀναγκάζοντάς τον νὰ μεταθέσει τὴν ἡμερομηνία ἀναχώρησης. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σύντομη βελτίωση τῆς ὑγείας του, κατέρρευσε ξανὰ χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ περπατήσει ἢ νὰ μιλήσει. Ἡ φήμη ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει ἀνάγκασε τοὺς στρατηγούς του νὰ ἐπιτρέψουν σὲ ὅλους τοὺς στρατιῶτες του νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ κρεβάτι του γιὰ νὰ τὸν ἀποχαιρετίσουν. Μὲ τὴ συνολικὴ ἀσθένεια νὰ διαρκεῖ 10 ἡμέρες, πέθανε στὶς 13 Ἰουνίου 323 π.Χ.. Ἀναλυτικότερα:
"Ἡ ὥρα, ὡστόσο, τοῦ τέλους πλησίαζε. Πρὸς τὰ ξημερώματα, ἐνῷ ὁ βασιλεὺς ἑτοιμαζόταν νὰ πάει γιὰ ὕπνο, ὁ φίλος τοῦ Μήδιος τοῦ πρότεινε νὰ συνεχίσουν τὴ διασκέδαση, ποῦ κράτησε ὁλόκληρη τὴν ἑπόμενη ἡμέρα. Ἦταν 17 τοῦ μηνὸς Δαισίου (2 Ἰουνίου) τοῦ 323 π.Χ. Τὸ βράδυ, χωρὶς νὰ ἔχει ἀναπαυθεῖ καθόλου, νέο συμπόσιο ἔγινε στοῦ Μηδίου, ποὺ κράτησε πάλι ὡς τὸ πρωί. Τὴ νύκτα, μεταξὺ 2ας καὶ 3ης Ἰουνίου, ἐκδηλώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ πυρετὸς στὸν βασιλέα.
Τόσο o Ἀρριανός, ὅσο καὶ o Πλούταρχος, στηριγμένοι στὶς «Ἐφημερίδες», δίνουν στὴν ἀφήγησή τους πολλὲς λεπτομέρειες.
Ὁ βασιλεὺς ἔκαμε τὸ λουτρό του καὶ ξάπλωσε. Ὕστερα, δέχθηκε τοὺς στρατηγούς του, καί, μ’ ὅλο ποῦ ὁ πυρετὸς συνεχιζόταν, ὅρισε ὡς ἡμέρα ἀναχωρήσεως γιὰ τὸν παράπλου τῆς Ἀραβίας τὴν 22α καὶ 23η τοῦ μηνὸς Δαισίου, παραβλέποντας πῶς οἱ Μακεδόνες θεωροῦσαν αὐτὸ τὸν μῆνα ὄχι εὐνοϊκὸ γιὰ τὴν ἀνάληψη σπουδαίας ἐπιχειρήσεως. Τὴ νύκτα ὁ βασιλεὺς φλεγόταν ἀπὸ τὸν πυρετὸ καὶ ζήτησε νὰ τὸν μεταφέρουν μὲ τὴν κλίνη ὡς τὸν ποταμὸ καὶ νὰ τὸν περάσουν μὲ πλοῖο στὴν ἀντικρινῇ ὄχθη, «ἐς τὸν παράδεισον». Ἐκεῖ, ἀφοῦ λούστηκε, ἀναπαύθηκε. Τὴν ἄλλη ἥμερα λούστηκε πάλι καὶ ἔκαμε τὴν καθιερωμένη καθημερινὴ θυσία. Πέρασε τὴν ἥμερα τοῦ συζητῶντας μὲ τὸν Μήδιο. Παρήγγειλε στοὺς στρατηγούς του νὰ ἔλθουν τὸ ἑπόμενο πρωὶ καὶ ὕστερα δείπνησε ἐλαφρά. Ὅλη τὴ νύκτα ψήθηκε στὸν πυρετό. Τὴν ἑπομένη θυσίασε καὶ λούστηκε πάλι. Ἔδωσε στὸν Νέαρχο καὶ στοὺς ἄλλους ἀξιωματικοὺς ἐντολὲς σχετικὰ μὲ τὸ ταξίδι: θὰ ἔφευγαν σὲ τρεῖς ἥμερες. Τὴν ἑπομένη ὁ πυρετὸς συνεχιζόταν, ὁ βασιλεὺς ὅμως πάλι λούστηκε καὶ θυσίασε. Κάλεσε τοὺς ἀξιωματικούς του καὶ διέταξε νὰ εἶναι ὅλα ἕτοιμα γιὰ τὸν ἀπόπλου.
Τὸ βράδυ λούστηκε πάλι, ἄλλα ἦταν πιὰ σὲ πολὺ κακὴ κατάσταση. Τὴν ἑπομένη ὁ πυρετὸς εἶχε ἀνεβεῖ, καὶ ὁ βασιλεὺς ἀναζήτησε δροσιὰ κοντὰ στὴν κολυμβητικὴ δεξαμενή. Ἔνιωσε λίγο καλύτερα καὶ δέχθηκε τοὺς ἀξιωματικούς του, γιὰ νὰ μιλήσουν σχετικὰ μὲ τὸν ἀπόπλου. Ἔτσι πέρασε καὶ ἢ ἑπόμενη ἡμέρα. Στὶς 24 τοῦ μηνὸς εἶχε πάλι ὑψηλὸ πυρετό, ἔκαμε τὴ συνηθισμένη θυσία τῆς ἡμέρας, δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ κινηθεῖ μόνος του, τὸν μετέφεραν ὡς τὸν βωμό. Παρήγγειλε στοὺς στρατηγοὺς νὰ μείνουν στὴν αὐλὴ καὶ οἱ χιλιάρχες καὶ οἱ πεντακοσιάρχες νὰ περιμένουν ἐμπρὸς ἀπὸ τὶς θύρες. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ὑγεία του ἦταν πιὰ σὲ οἰκτρὴ κατάσταση, τὸν μετέφεραν ἀπὸ τὸν «παράδεισον» πίσω στὰ ἀνάκτορα. Ὅταν μπῆκαν στὸ δωμάτιό του οἱ στρατηγοί, τοὺς ἀναγνώρισε, ἄλλα δὲν ἦταν πιὰ σὲ θέση νὰ μιλήσει. Δύο ἀκόμη μερόνυχτα εἶχε ὑψηλὸ πυρετό. Εἶχε ἀρχίσει τὸ φοβερὸ χαροπάλεμα τοῦ ἥρωος.
Ἐν τῷ μεταξὺ κυκλοφοροῦσαν διάφορες διαδόσεις στὸ στράτευμα. Ἔτσι, οἱ στρατιῶτες, ἀνήσυχοι, θέλησαν νὰ τὸν δοῦν γιὰ τελευταία φορά. Οἱ περισσότεροι νόμιζαν πῶς ὁ βασιλεὺς εἶχε ἤδη πεθάνει καὶ τοὺς τὸ ἔκρυβαν. Πολλοὶ μάλιστα ἀπὸ τὴ λύπη τους καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ βρεθοῦν κοντὰ στὸν βασιλέα τους ἔκαμαν καθετὶ γιὰ νὰ τὸν δοῦν. Καὶ τότε, πραγματοποιήθηκε ὁ δραματικὸς ἀποχαιρετισμός, μία συνταρακτικὴ σκηνή, ποῦ προηγήθηκε ἀπὸ τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ βασιλέως: οἱ στρατιῶτες περνοῦσαν ἐμπρός του, σὲ μιὰ γραμμὴ ἀτέλειωτη. Ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς μιλήσει, τοὺς χαιρετοῦσε μόνο, ἀνασηκώνοντας τὸ κεφάλι του μὲ πολλὴ δυσκολία, καὶ τοὺς ἔγνεφε μὲ τὰ μάτια. Λέγεται πὼς ὁ Ἄτταλος, ὁ Πείθων, ὁ Δημοφῶν, ὁ Πευκέστας, ὁ Σέλευκος καὶ ἄλλοι κοιμήθηκαν, σύμφωνα μὲ τὴν ἑλληνικὴ συνήθεια, ἐκεῖνο τὸ βράδυ στὸν ναό του Σαράπιδος, κατὰ τὸν Ἀρριανὸ — ἄλλα πιθανότερα σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ Βαβυλωνιακὰ ἱερά, ὅπως πιστεύει ἡ σύγχρονη ἱστορικὴ ἔρευνα —, γιὰ νὰ μάθουν μήπως ἔπρεπε νὰ μεταφέρουν στὸ ἱερὸ τὸν ἄρρωστο βασιλέα, ὥστε νὰ τὸν θεραπεύσει ὁ θεός. Ἡ ἀπάντηση ποὺ πῆραν ἦταν νὰ τὸν ἀφήσουν ἐκεῖ ποῦ βρισκόταν. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἀλέξανδρος πέθανε «ὡς τοῦτο ἄρα ἤδη ὀν τὸ ἄμεινον». Πρὶν ἀφήσει τὴν τελευταία του πνοή, στὴν ἐρώτηση τῶν ἑταίρων σὲ ποιόν τὴ «βασιλείαν ἄπολείπέί», ἀποκρίθηκε: «τῷ κρατίστῳ» (δηλαδὴ «στὸν ἰσχυρότερο» ) καὶ προσέθεσε «ὅτι μέγαν ἔπιτάφιόν ἀγῶνα ὁρᾶ ἔφ’ αὐτῷ ἐσόμενον».
Ἐκεῖ σταματοῦσαν τὶς πληροφορίες τους ὁ Ἀριστόβουλος καὶ ὁ Πτολεμαῖος. Ὁ Ἀρριανὸς προσθέτει ὅτι κυκλοφόρησε ἡ φήμη πῶς εἶχε δηλητηριασθεῖ μὲ φάρμακο ποὺ ἔστειλε ὁ Ἀντίπατρος—του τὸ εἶχε δώσει ὁ Ἀριστοτέλης, ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει νὰ φοβᾶται τὸν Ἀλέξανδρο ἐξ αἰτίας τοῦ θανάτου του Καλλισθένους. Τὸ δηλητήριο τὸ εἶχε φέρει δῆθεν ὁ Κάσσανδρος. Πολλὲς ἄλλες ἐκδοχὲς διατυπώθηκαν γιὰ τὸν ξαφνικὸ θάνατο τοῦ στρατηλάτη. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ βασιλεύς, ταλαιπωρημένος ὅπως ἦταν ὁ ὀργανισμός του, ὑπέκυψε ἀπὸ ἑλώδεις πυρετοὺς ἢ ἀπὸ τῦφο. Πέθανε στὶς 28 τοῦ μηνὸς Δαισίου (13 Ἰουνίου) τοῦ ἔτους 323 π.Χ. τὸ σούρουπο, «ἐβίω δὲ δύο καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ τοῦ τρίτου μῆνας ἐπέλαβεν ὀκτώ, ὡς λέγει Ἀριστόβουλος», σημειώνει ὁ Ἀρριανός.
Στὸ ἄκουσμα τοῦ θανάτου τοῦ βασιλέως, κατὰ τὸν Κούρτιο Ροῦφο, Ἕλληνες καὶ βάρβαροι ξέσπασαν σὲ πρωτάκουστο θρῆνο. «Τὸ πένθος ξεπέρασε ἀμέσως τὰ τείχη τῆς Βαβυλῶνος καὶ — σὰ νάταν κῦμα μιᾶς μεγάλης καὶ ἀπροσδόκητης παλίρροιας —ἐξαπλώθηκε παντοῦ. Ὅταν ἡ μητέρα τοῦ Δαρείου ἔμαθε τὴ φοβερὴ εἴδηση, πένθησε μὲ τὸν πιὸ βίαιο τρόπο, ἀποφάσισε νὰ μὴ βάλει τροφὴ στὸ στόμα της καὶ νὰ μὴ δεῖ ξανὰ τὸ φῶς, πέντε μέρες μετὰ τὴν ἀπόφασή της αὐτὴ πέθανε.
Ἡ μητέρα ποὺ ἄντεξε στὴν καταστροφὴ καὶ στὸν θάνατο τοῦ γιοῦ της, δὲν ἄντεξε στὸν θάνατο ἐκείνου ποὺ εἶχε νικήσει καὶ καταστρέφει τον γιό της. Αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη ἠθικὴ νίκη τοῦ Ἀλεξάνδρου.
Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἱστορία γιὰ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Μέγα Στρατηλάτη γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν ἀρχαῖες πηγὲς ποὺ νὰ τὴν ἐπιβεβαιώνουν ὡστόσο τὴν παραθέτω. Ἡ ἐξεταζόμενη ἱστορία δὲν ἐντοπίζεται σὲ καμία ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἢ νεότερες μεσαιωνικὲς πηγές. Ὅπως ὅλα δείχνουν, πρόκειται γιὰ μιὰ νεότερη ἐπινόηση, ἄγνωστου συγγραφέα.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος συγκάλεσε τοὺς στρατηγούς του καὶ τοὺς κοινοποίησε τὶς τρεῖς τελευταῖες ἐπιθυμίες του... Αὐτὲς ἦταν:
1] Νὰ μεταφερθεῖ τὸ φέρετρό του στοὺς ὤμους ἀπὸ τοὺς καλύτερους γιατροὺς τῆς ἐποχῆς.
2] Τοὺς θησαυροὺς ποὺ εἶχε ἀποκτήσει [ἀσήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους] νὰ τοὺς σκορπίσουν σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ μέχρι τὸν τάφο του.
3] Τὰ χέρια του νὰ μείνουν νὰ λικνίζονται στὸν ἀέρα, ἔξω ἀπὸ τὸ φέρετρο, σὲ θέα ὅλων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατηγούς, ἔκπληκτος ἀπὸ τὶς ἀσυνήθιστες ἐπιθυμίες, ρώτησε τὸν Ἀλέξανδρο ποιοί ἦταν οἱ λόγοι.
Ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ ἐξήγησε:
1] Θέλω οἱ πιὸ διαπρεπεῖς γιατροὶ νὰ σηκώσουν τὸ φέρετρό μου, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ δείξουν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅτι οὔτε ἐκεῖνοι δὲν ἔχουν, μπροστὰ στὸ θάνατο, τὴ δύναμη νὰ θεραπεύουν!
2] Θέλω τὸ ἔδαφος νὰ καλυφθεῖ ἀπὸ τοὺς θησαυρούς μου, γιὰ νὰ μποροῦν ὅλοι νὰ βλέπουν ὅτι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀποκτοῦμε ἐδῶ, ἐδῶ παραμένουν!
3] Θέλω τὰ χέρια μου νὰ αἰωροῦνται στὸν ἀέρα, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ βλέπουν ὅτι ἐρχόμαστε μὲ τὰ χέρια ἄδεια καὶ μὲ τὰ χέρια ἄδεια φεύγουμε, ὅταν τελειώσει γιὰ ἐμᾶς ὁ πιὸ πολύτιμος θησαυρὸς ποὺ εἶναι ὁ χρόνος!