29/10/2025
Σε μια πρόσφατη ανάρτηση (για το τοστ) υπήρξαν μια σειρά από σχόλια αναφορικά με το ποιο διατροφικό μοντέλο είναι καλύτερο ή πιο αποτελεσματικό σε διαφορετικές καταστάσεις.
Μια περιήγηση στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εύκολα μπορεί να αναδείξει 3 κυρίαρχες (τώρα) Διατροφικές προσεγγίσεις. Την μεσογειακή διατροφή, την κετογονική και τώρα πρόσφατα την carnivore.
Και οι 3 αντιπροσωπεύουν 3 διαφορετικές προσεγγίσεις με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά, σύνθεση και τρόπου δράσης. Υπάρχουν διαφορετικά προσδοκώμενα αποτελέσματα από την κάθε μία αλλά και διαφορετικό επίπεδο επιστημονικής υποστήριξης.
Κατανοώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμίας διατροφικής τάσης μπορεί κάποιος να αντλήσει πολύτιμα συμπεράσματα. Σχετικά με το πώς λειτουργούν, τα θετικά τους σημεία αλλά και τους κινδύνους που εμπεριέχουν από τη μακροχρόνια εφαρμογή τους.
Μια μικρή περιγραφή τους
Η μεσογειακή διατροφή είναι κυρίως φυτική, με έμφαση στα φρούτα, τα λαχανικά, τα δημητριακά ολικής αλέσεως, τα όσπρια, τους ξηρούς καρπούς και το ελαιόλαδο. Περιλαμβάνει μέτρια κατανάλωση ψαριών και πουλερικών, γαλακτοκομικών προϊόντων και συγκρατημένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος.
Σαν διατροφικό πρότυπο, προσφέρει ένα ισορροπημένο προφίλ μακροθρεπτικών συστατικών. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η μέτρια πρόσληψη υδατανθράκων (~45-55% των ημερήσιων θερμίδων), κύρια η φυτική ίνα. Υπάρχουν αρκετά λιπαρά με κύρια πηγή τα μονοακόρεστα του ελαιόλαδου, αλλά και λιπαρά από τα γαλακτοκομικά. Είναι μια διατροφή επαρκής σε πρωτεΐνη τόσο φυτικής όσο και ζωικής προέλευσης.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η διατροφή είναι πλούσια σε φυτικές ίνες. Τα πολλά φυτικά τρόφιμα εξασφαλίζουν επάρκεια σε αντιοξειδωτικά, βιταμίνες και μέταλλα.
Στον αντίποδα, η κετογονική διατροφή χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων (συνήθως λιγότερο από το 10% των θερμίδων), υψηλή πρόσληψη λιπών (περίπου 70-80%). Αντίθετα με αυτό που πιστεύουν (και εφαρμόζουν πολλοί) η κετογονική χαρακτηρίζεται από μέτρια πρόσληψη πρωτεϊνών (~15-20%).
Ο δραστικός περιορισμός των υδατανθράκων γίνεται για να προκληθεί κέτωση, μια μεταβολική κατάσταση όπου τα κετονικά σώματα αντικαθιστούν τη γλυκόζη ως το κύριο ενεργειακό υπόστρωμα.
Οι πηγές λιπαρών συχνά περιλαμβάνουν ζωικά λίπη, έλαια, ξηρούς καρπούς και γαλακτοκομικά προϊόντα. Η δραστική μείωση των υδατανθράκων οδηγεί σε πρακτικό μηδενισμό των φρούτων και των δημητριακών αλλά και των οσπρίων.
Αρκετές φορές το αυστηρό περιοριστικό σχήμα, επιβάλλει την πρόσληψη συμπληρωμάτων για την κάλυψη των αναγκών σε βιταμίνες και μέταλλα. Επίσης πολλές φορές χρειάζεται και η πρόσληψη συμπληρωμάτων με λιπαρά οξέα για να καλυφθούν οι ανάγκες σε λίπος.
Η carnivore διατροφή είναι ακόμα η πιο περιοριστική. Αποτελείται αποκλειστικά από τρόφιμα ζωικής προέλευσης και αποκλείει όλα τα φυτικά προϊόντα. Ουσιαστικά αποκλείει σχεδόν εξ ολοκλήρου τους υδατάνθρακες και τις φυτικές ίνες. Πρακτικά σε αυτό το διατροφικό σχήμα δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος σχεδιασμός για την πρόσληψη μικροθρεπτικών και βιταμινών. Η κατανάλωση είναι σχεδόν αποκλειστικά στραμμένη προς τις πρωτεΐνες και τα λίπη, με αξιοσημείωτη μεταβλητότητα ανάλογα με τα κομμάτια κρέατος.
Η απουσία τροφών φυτικής προέλευσης συνεπάγεται και σημαντική υστέρηση σε φυτοχημικά συστατικά, φυτικές ίνες, και αντιοξειδωτικά κάτι που εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη μακροπρόθεσμη διατροφική επάρκεια και την υγεία του εντέρου του ατόμου που την εφαρμόζει.
Η επίδρασή τους στην διαχείριση του βάρους
Η μεσογειακή διατροφή παρέχει όλα τα θρεπτικά συστατικά σε επάρκεια. Η απώλεια βάρους προκύπτει από το θερμιδικό έλλειμμα. Τη διαφορά δηλαδή μεταξύ ενεργειακής πρόσληψης και κατανάλωσης που μπορούν να παρουσιάσει ένα άτομο. Η σημαντική παρουσία φυτικών ινών οδήγησε αυξημένη αίσθηση του κορεσμού, ρυθμίζοντας έτσι το μηχανισμό της όρεξης. Επίσης υπάρχει μια ισορροπημένη ρύθμιση των επιπέδων του ζαχάρου στο αίμα. Παραπέρα λόγω της ύπαρξης πολλών φυτοχημικών εμφανίζει μια σημαντική αντιφλεγμονώδη και αντιοξειδωτική δράση.
Η κετογονική διατροφή προκαλεί απώλεια βάρους κυρίως μέσω της καταστολής της όρεξης που προκαλείται από τις κετόνες και της ενισχυμένης οξείδωσης του λίπους. Οι κετόνες επηρεάζουν τις ορμόνες που σχετίζονται με την πείνα, όπως η γκρελίνη, οδηγώντας σε λιγότερη κατανάλωση τροφής και μικρότερη πρόσληψη θερμίδων. Επιπλέον, τα χαμηλά επίπεδα ινσουλίνης προάγουν τη λιπόλυση και αναστέλλουν την αποθήκευση λίπους. Δυνητικά αυτό το διατροφικό πλαίσιο μπορεί να οδηγήσει σε γρήγορη αρχική απώλεια βάρους. Όμως απαιτεί αυστηρή πειθαρχία και προσήλωση σε αυτό, κόντρα σε αρκετές κοινωνικές συνθήκες.
Η υψηλή πρόσληψη πρωτεϊνών και λιπών της carnivore συμβάλλει επίσης στο αίσθημα κορεσμού και μπορεί να μειώσει την όρεξη. Ωστόσο, δεν υπάρχει σημαντική επιστημονική έρευνα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της στο μεταβολισμό και την εξέλιξη του σωματικού βάρους. Η απουσία διαιτητικών ινών και υδατανθράκων μπορεί να προκαλέσει βραχυπρόθεσμη κέτωση, αλλά η μεταβολική προσαρμογή και η βιωσιμότητα παραμένουν ασαφείς.
Γλυκαιμικός έλεγχος και ευαισθησία στην ινσουλίνη
Υπάρχουν ισχυρά επιστημονικά δεδομένα που δείχνουν ότι η Μεσογειακή Διατροφή συμβάλει στη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου, ιδιαίτερα σε άτομα με διαβήτη τύπου 2. Περιέχει πάρα πολλές τροφές με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη και φυτικές ίνες. Αυτό συμβάλει στη μείωση των μεταγευματικών «κορυφών» της γλυκόζης και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Σύμφωνα με μεταναλύσεις, η προσήλωση και η μακροχρόνια τήρηση της Μεσογειακής Διατροφής οδηγεί σε σημαντική μείωση της HbA1c και βελτίωση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα.
Έχει αποδειχθεί ότι οι κετογονικές δίαιτες μειώνουν σημαντικά τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης όταν ένα άτομο βρίσκεται σε φάση νηστείας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι περιορίζουν την ποσότητα των υδατανθράκων που καταναλώνουν και ωθούν τον οργανισμό να παράγει περισσότερες κετόνες. Η χρήση τους είναι διαδεδομένη από παλιά για την διαχείριση περιστατικών με επιληψία. Στις μέρες μας υπάρχουν θεραπευτικά πρωτόκολλα για τη θεραπεία μεταβολικών παθήσεων και έχει αποδειχθεί σε κλινικές δοκιμές ότι ελέγχουν καλά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Για την carnivore διατροφή δεν υπάρχουν κλινικές μελέτες. Θεωρητικά, η αποφυγή των υδατανθράκων μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα. Ωστόσο, η έλλειψη ινών και μικροθρεπτικών συστατικών μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά μεταβολικά αποτελέσματα.
Επίδραση στα λιπίδια
Η μεσογειακή διατροφή είναι εξαιρετική για τη χοληστερόλη σας, καθώς αυξάνει τις λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL) και μειώνει την οξείδωση των λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL) και τα τριγλυκερίδια. Αυτά τα αποτελέσματα προέρχονται από το περιεχόμενό της σε μονοακόρεστα λίπη, αντιοξειδωτικά και αντιφλεγμονώδεις ενώσεις.
Η κετογονική δίαιτα συνήθως αυξάνει την HDL και μειώνει τα τριγλυκερίδια, αλλά ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει την LDL χοληστερόλη μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο. Μερικοί άνθρωποι παρουσιάζουν αύξηση της LDL, η οποία μπορεί να αποτελέσει λόγο ανησυχίας όσον αφορά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Οι αναφορές σχετικά με τη carnivore είναι αντιφατικές: ορισμένα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η LDL χοληστερόλη μπορεί να αυξηθεί σημαντικά, ενώ τα αποτελέσματα της HDL φαίνεται να ποικίλλουν. Τα περιορισμένα θρεπτικά συστατικά της διατροφής και η έλλειψη αντιοξειδωτικών είναι ανησυχητικά, καθώς μπορούν να οδηγήσουν σε οξειδωτικό στρες και οξείδωση λιπιδίων.
Επίδραση τους στη καρδιά
Δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση ότι η μεσογειακή διατροφή είναι καλή για την καρδιά σας. Αυτή η απόδειξη είναι ισχυρή και υποστηρίζεται από πλήθος ερευνητικών δεδομένων. Η Μεσογειακή Διατροφή είναι η πρώτη και βασική σύσταση από πολλούς διεθνείς οργανισμούς Υγείας.
Ορισμένες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι οι κετογονικές δίαιτες μπορούν να μειώσουν τη φλεγμονή. Στον αντίποδα άλλες έχουν διαπιστώσει ότι μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων λόγω των αλλαγών στα επίπεδα λίπους του σώματος. Εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη συζήτηση σχετικά με το αν είναι ασφαλείς για την καρδιά σας, ειδικά όταν τις ακολουθείτε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Δεν γνωρίζουμε πολλά για τον τρόπο με τον οποίο η διατροφή με βάση το κρέας επηρεάζει την καρδιά και το κυκλοφορικό σύστημα. Η έλλειψη αντιφλεγμονωδών φυτικών συστατικών και ινών, σε συνδυασμό με την υψηλή πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών, υποδηλώνει πιθανή σύνδεση με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, αν και υπάρχουν ορισμένες αναφορές που υποδηλώνουν οφέλη σε άτομα με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου.
Η σχέση τους με το καρκίνο
Η μεσογειακή διατροφή μπορεί να συμβάλει στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι περιλαμβάνει πολλά φυτικά τρόφιμα πλούσια σε αντιοξειδωτικά, καθώς και φυτικές ίνες. Είναι δε πλούσια σε καλά λιπαρά τα οποία μπορούν να μειώσουν τη φλεγμονή. Συνολικά η μεσογειακή διατροφή δείχνει να έχει μια προστατευτική δράση για το DNA.
Σε πρώιμες μελέτες, η κετογονική δίαιτα έχουν αποδειχθεί ότι συμβάλουν στην θεραπεία του καρκίνου. Όμως απαιτούνται μεγαλύτερης κλίμακας μελέτες. Η έλλειψη φυτικών ινών και αντιοξειδωτικών μπορεί να σημαίνει ότι δεν λαμβάνετε τα απαραίτητα αντικαρκινικά φυτοχημικά. Κάτι που μπορεί να έχει μια σημαντική επίδραση στον οργανισμό μας με τη πάροδο του χρόνου.
Και εδώ η carnivore διατροφή δείχνει ότι η απώλεια φυτικών ινών και αντιοξειδωτικών είναι το αδύνατο της σημείο. Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μεγάλες μελέτες που να εξετάζουν πόσο πιθανό είναι αυτό να προκαλέσει καρκίνο. Ακόμα δεν γνωρίζουμε πώς επηρεάζει η διατροφή αυτή τα μεταβολικά μονοπάτια που σχετίζονται με το καρκίνο.
Μπορούμε να τις εφαρμόσουμε σε βάθος χρόνου;
Η μεσογειακή διατροφή είναι καλή για το περιβάλλον γιατί περιλαμβάνει πολλά φυτά και μόνο μια μικρή ποσότητα κρέατος. Έχει μια μεγάλη ποικιλία τροφών με σχετικά μικρό κόστος. Όσοι την υιοθετήσουν μπορούν εύκολα να αφομοιώσουν τα βασικά της χαρακτηριστικά και να την εφαρμόσουν σε μεγαλύτερο χρονικό βάθος.
Η κετογονική βασίζεται σε ζωικά λίπη, κάτι που έχει μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα σε σχέση με τη Μεσογειακή Διατροφή. Είναι επίσης πολύ αυστηρό, διατροφικό πλαίσιο που καθιστά δύσκολη την τήρησή του. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της επιληψίας, της παχυσαρκίας και του μεταβολικού συνδρόμου, αλλά κάθε ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά.
Η carnivore δεν είναι βιώσιμη επειδή βασίζεται αποκλειστικά σε ζωικές τροφές. Δεν υπάρχουν κλινικές μελέτες που να δίνουν απτά αποτελέσματα ή να περιγράφουν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της για την υγεία.
Ειδικές εκτιμήσεις για τον πληθυσμό
Για τον γενικό πληθυσμό, η μεσογειακή διατροφή προσφέρει την καλύτερη ισορροπία μεταξύ των οφελών για την υγεία, της βιωσιμότητας και της τήρησης.
Τα άτομα με διαβήτη επωφελούνται κυρίως από τη μεσογειακή και κετογονική δίαιτα, με αποδεδειγμένα κλινικά αποτελέσματα. Η carnivore διατροφή δεν έχει να επιδείξει κάποια τεκμηριωμένα αποτελέσματα.
Οι καρκινοπαθείς μπορεί να αντλήσουν αρκετά προστατευτικά χαρακτηριστικά από τα αντιοξειδωτικά της μεσογειακής διατροφής. Η κετογονική δίαιτα θα μπορούσε να συμπληρώσει τη θεραπεία σε επιλεγμένες περιπτώσεις. Η carnivore διατροφή δεν έχει να επιδείξει κάποια τεκμηριωμένα αποτελέσματα.
Όσοι πάσχουν από δυσλιπιδαιμία θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στη μεσογειακή διατροφή. Η κετογονική δίαιτα αποτελεί μια επιλογή εφόσον όμως υπάρχει στενή ιατρική παρακολούθηση. Η carnivore διατροφή δεν έχει να επιδείξει κάποια τεκμηριωμένα αποτελέσματα.
Συνοπτικά, η μεσογειακή διατροφή υποστηρίζεται από εκτεταμένα στοιχεία για ευρεία προαγωγή της υγείας και πρόληψη ασθενειών με υψηλή βιωσιμότητα. Η κετογονική δίαιτα προσφέρει ισχυρά μεταβολικά οφέλη, αλλά θέτει προκλήσεις στη διαχείριση των λιπιδίων και τη μακροπρόθεσμη τήρηση. Η carnivore είναι η λιγότερο ερευνημένη, με περιορισμένα υποστηρικτικά δεδομένα και αξιοσημείωτες ανησυχίες σχετικά με τη διατροφική ισορροπία και τη βιωσιμότητα.
Η ατομική κατάσταση υγείας, οι στόχοι και οι προτιμήσεις θα πρέπει να καθοδηγούν τις διατροφικές επιλογές, με επαγγελματική επίβλεψη κατά την υιοθέτηση περιοριστικών διατροφικών προτύπων.