Personal Whispers

Personal Whispers Speciallized in the research and development of new products, the company develops products categorized as cosmetics, medical devices and pharmaceuticals.

Σεπτέμβρης…Εκεί στα 60s, αυτός ο μήνας έσκαγε σαν προφυλάκιση ένα πράγμα. Είχες γυρίσει βλέπεις υποχρεωτικά από τις διακ...
01/09/2025

Σεπτέμβρης…

Εκεί στα 60s, αυτός ο μήνας έσκαγε σαν προφυλάκιση ένα πράγμα. Είχες γυρίσει βλέπεις υποχρεωτικά από τις διακοπές και ο χρόνος μετρούσε ανάποδα μέχρι να ξανακούσεις εκείνο το ντριν του σχολείου, που θα μπορούσε φυσικά να ήταν και καμπανάκι κανονικό.
Και καλά να ήταν για σχόλασμα, έλα που τώρα θα ήταν για ν’ αρχίσει η καινούργια χρονιά?
Δύσκολα πράματα ρε παιδί μου, δύσκολα!
Παρόλα αυτά όμως, εσύ έβγαινες με το ποδηλατάκι σου τα απογεύματα να χαρείς τους φρεσκοποτισμένους χωματόδρομους, αυτούς που ο καταβρεχτήρας του Δήμου πέρναγε εκεί νωρίς το απόγευμα και κατακάθιζε όλη τη σκόνη σε μπαλάκια που σκάγανε επεισοδιακά όταν πέρναγες με το ποδήλατο από πάνω και χαράς Ευαγγέλια.
Είχε όμως και κάτι άλλο περίεργο.
Σκάγανε μύτη και κάτι σκατομούτσουνα Ford φορτηγά, ή τέλος πάντων τέως φορτηγά, τα οποία στην καρότσα κουβαλούσαν πλέον βαρέλια. Τα κατέβαζαν μπροστά στις ταβέρνες πετώντας τα πάνω σε λάστιχα φορτηγού, οι της ταβέρνας τα έπλεναν μπαίνοντας οι ίδιοι μέσα, τρέχανε κάτι νερά από σωλήνες ποτίσματος, κάτι βούρτσες σκληρές έπαιζαν χράτσα χρούτσα για να καθαρίσει το μέσα πριν μπει ο φρέσκος μούστος και όλοι ξεκινούσαν έτσι διακριτικά πλην με τελειομανία το χειμώνα τους.
Αυτά τα μουστόνερα μύριζαν κάτι ανάμεσα σε ρετσίνα και Tide, τα πεζοδρόμια είχαν την καλύτερή τους γιατί πλενόντουσαν στο αυτόματο, οι ιδρώτες τρέχανε κάτι σαν ποτάμι της συμπαράστασης, αλλά όλα αυτά πριν βραδιάσει είχαν γίνει φυσικά παρελθόν προκειμένου να στηθούν τραπέζια, καρέκλες, πιάτα και τραπεζομάντηλα για να υποδεχτούν τη βραδινή πελατεία.
Αυτά τα Ford τελικά δεν μπόρεσα να τα χωνέψω ρε φίλε. Κουβάλαγαν όλη τη δόση ομορφιάς που μπορεί να έχει ένα αγγλικό κατασκεύασμα ή φαγητό ας πούμε, χάλι μαύρο δηλαδή, αν και από ότι πια σήμερα βλέπω ήταν μεν Ford αλλά φτιαγμένα κατόπιν αδείας στον κατά τα άλλα φυσιολογικό Καναδά.
Δεν μπορεί ρε παιδιά, θα ήταν εγγλέζικο σχέδιο με εντολή στην αποικία «Φτιάχτο».
Παρόλα αυτά πάντως, ήταν εκεί στον πόλεμο με τους Άγγλους στην Αφρική και τις Ευρώπες, δεξιοτίμονα εννοείται, με έναν ήχο τύπου έρχομαι αλλά τα φτύνω όπου νάναι, αν και βέβαια αυτό μπροστά στα μάτια μου ποτέ δεν έγινε για να είμαι και ειλικρινής.
Αυτό το αγκομαχητό λοιπόν, η σκατόφατσα του, το δεξί του τιμόνι, η καρότσα με τα βαρέλια πίσω, τα τριξίματα από το γέρικο σασί και οι οδηγοί του - κάτι συνήθεις μάγκες με την άφιλτρη τσιγαριά στο στόμα και τα καντήλια στο πανεύκολο - είναι ακόμη και σήμερα για μένα ο Σεπτέμβρης.
Δεν πα να το βάψεις αυτό το πράγμα μέχρι και ροζ πουά, πάντα θα σου βγάζει ρε παιδί μου μια λύπηση, μια «την έκατσες και φέτος φιλαράκι», όπου ασχέτως αν τα χρώματα τριγύρω περνούν στη γήινή τους έκφανση, εσύ θα αρκεστείς καλά και σώνει στο «μπαίνω μέσα στο βαρέλι και φέτος να το τρίψω» και το σχολείο όπου νάναι ξαναρχίζει …
Άντε λοιπόν, μέσα πάλι τα κεφάλια που μου θέτε κι άλλο…

(Στη φωτό, που τυχαία βρήκα στο διαδίκτυο τραβηγμένη στην Ελλάδα, το όχημα είναι σύμβασης με τους ΣΠΑΠ, που σημαίνει Σιδηρόδρομοι, Πειραιώς, Αθηνών Πελοποννήσου. Ακόμη κι αυτό, που είχε πιο στενές ράγες από το υπόλοιπο δίκτυο, σαν προφυλάκιση ακούγεται για να μην πω τίποτε χειρότερο και σα σιλικόνη κι εγώ παρεξηγηθώ).

Γούλου – γούλουΌχι, τέτοια εποχή τα τραπεζάκια του μπάρμπα μου του Γιώργου ήταν ήδη απλωμένα πάνω στην πλατεία απέναντι ...
25/06/2025

Γούλου – γούλου

Όχι, τέτοια εποχή τα τραπεζάκια του μπάρμπα μου του Γιώργου ήταν ήδη απλωμένα πάνω στην πλατεία απέναντι από το ζαχαροπλαστείο, εκείνο που είχε στην Πλάτωνος.
Και ξέρεις, δεν ήταν συνηθισμένα, ξύλινα να πούμε με ψαθοκαρέκλες και έτερα παραδοσιακά, που είχε παραδίπλα το εστιατόριο του Λαθούρη, αλλά στρόγγυλα με λευκά ποδαράκια, επιφάνεια χαλαρωτικά γαλάζια και με συνοδεία από πολύ άνετες καρέκλες που έστρωναν μαξιλαράκια ίδιου χρώματος και ψυχισμού!
Μιλάμε δηλαδή για μεγαλείο!
Όσο μεγαλείο μεταξύ μας ήταν κι εκείνες οι τηγανιτές πατάτες του Λαθούρη που με το κοκκινιστό του ήταν σε διαβεβαιώ από άλλο πλανήτη.
Στρωνόσουν εν ολίγοις μέσα στο καρεκλόπουλο όταν σε πηγαίναν στου θείου, σταύρωνες και κανένα πόδι για έμφαση και περίμενες να πούμε το γκαρσόνι για να παραγγείλεις το γλυκάκι, την πορτοκαλάδα, τη γκαζόζα, τη μπύρα, το παγωτάκι και κυρίως το νερό!
Αυτό το παγωμένο νερό που ερχόταν μέσα σε εκείνα τα ποτήρια που μοιάζανε με βαρέλια και σε τέτοια έπινε νερό άλλωστε η μισή Αθήνα, σε μαγαζιά ή μη!
Γι’ αυτό και από πάνω ήταν ανοιχτά, ο πάτος κάτω διάφανος για να ξέρεις τι πίνεις, αλλά και το γύρω-γύρω με το νεύρο που πεταγόταν προς τα έξω και χούφτωνες, παγωμένο σαν μεγαλείο αλλά και δροσιστικό σαν «και αύριο σου λέω δεν έχω σχολείο»!
Καλοκαίρι και διακοπές βλέπεις!
Το γκαρσόνι, ένα συνήθως, έτρεχε να τους προλάβει όλους, αλλά κατά γενική ομολογία καλά τα κατάφερνε. Κάθε τρείς και τόσο πάντως, έβγαινε με το φορτωμένο δίσκο από το μαγαζί, έριχνε μια ματιά αριστερά – δεξιά μην φιληθεί με κανένα αμάξι ή λεωφορείο και μετά ξηγιόταν πλατεία.
Τα αμάξια ελάχιστα, ίσως περνούσε ένα κάθε πεντάλεπτο ας πούμε, ενώ τα ταξί που τότε ήταν μόνο ένα, του Κατσαρόλα και το έλεγαν «πειρατικό», ήταν μια αμερικανιά γκρι με κάτι φουσκωμένα φτερά λες και θα γεννούσε λίγα τετράγωνα παρακάτω. Σπάνια εικόνα να το βλέπεις στην πιάτσα, μια εικόνα σα να βρίσκεις κανένα νόμισμα πεταμένο στο δρόμο και να τρέχεις με χίλια για τίποτα τσίχλες.
Οι δρόμοι πάντως, η Πλάτωνος και η Πύλου δηλαδή, που κρατούν ακόμη τα ίδια ονόματα, ήταν ασφαλτοστρωμένοι. Στα γύρω γύρω, οι υπόλοιποι δρόμοι είχαν άλλο χρώμα, καφέ, ή χωμάτινο για να είμαστε πιο ακριβείς.
Όχι, το να βγεις και να παίξεις στην άσφαλτο δεν έλεγε, γι’ αυτό και στους χωμάτινους γινόταν το σώσε. Όλα άρχιζαν όταν έπεφτε λίγο ο ήλιος, περνούσε εκείνο το υδροφόρο του Δήμου που το έλεγαν καταβρεχτήρα και πέταγε από μπροστά κάτι πίδακες νερού στα κουρασμένα χώματα του μεσημεριού.
Πέρναγε από μπροστά σου αργά, διακριτικά, κάτι σαν να κατούραγε σε εκατό μέρη ταυτόχρονα, αλλά πέρα από τη μυρωδιά του βρεγμένου που σκόρπαγε έκανε με ένα τρόπο μαγικό τη σκόνη να γυρίζει και να γίνεται κάτι σα μπίλιες.
Εσύ, που όλο και κάτι θα έψαχνες για να πρωτοτυπήσεις σαν τσόγλανος, άφηνες να περάσει κάνα τεταρτάκι και μετά πλακωνόσουν να τις πατάς με δύναμη για ν’ ακούς να σκάνε σαν πολυβόλο κάτω απ’ το πεδιλάκι σου!
Εν τάξει, την εικόνα συμπλήρωναν μετά οι γιαγιάδες που ξηγιόντουσαν νερό με το ποτιστήρι στο πεζοδρόμιο παρέα με εκείνη την παστρική ψάθινη σκουπίτσα. Υπήρχε ή δεν υπήρχε πεζοδρόμιο, όλα πήγαινα μετά με μαθηματική ακρίβεια στην αχώνευτη γειτόνισσα, για να απλωθεί μετά η καρεκλίτσα, το τραπεζάκι και να αρχίσει το κουτσομπολιό με τις κολλητές «μπας και περάσει η ώρα».
Όταν ήλθε η τηλεόραση στο φιλοθεάμον ελληνικό κοινό, τα δύο κανάλια δηλαδή που άρχιζαν στις 6 το απόγευμα και έκλειναν με τον Εθνικό Ύμνο στις 12, έστριβαν τις συσκευές από τα παράθυρα, ή έφερναν προς τα έξω τα τραπεζάκια με το σεμεδάκι κάτω και την ΥΕΝΕΔ από πάνω. Σιγά να μη σκάγαμε και σιγά να μην είχε ανάγκη η ψωροκώσταινα από ανεμιστήρες (τι είναι αυτό?) ή αρκουδίσια……
Σκάγανε βέβαια εδώ που τα λέμε και κάτι κατσαριδόπουλα πεταχτά, καφέ, σίχαμα σκέτο, αλλά οι πατεράδες μας τότε φόραγαν μυτερά παπούτσια και στο τέλος δύσκολα γλύτωναν.
Εμείς οι πιτσιρικαρία πάντως, την είχαμε δει διαφορετικά, μπαλίτσα, αμάδες, κρυφτό, κυνηγητό, που όλα αυτά είχαν αναμφισβήτητα λόγω διακοπών την τιμητική τους!
Όταν πάντως όλοι μετά τις 12 τα μάζευαν και πήγαιναν για ύπνο, μια μερίδα κουδούνια είχε μεταξύ μας την τιμητική του, ειδικά στις πολυκατοικίες.
Πρώτον γιατί ήταν σπάνιες, δεύτερον γιατί είχαν κουδούνια και τρίτον γιατί ήταν κομμάτι δύσκολο να βγει στο κυνήγι σου ο αγουροξυπνημένος.
Άκου τώρα να δεις όμως, γιατί εδώ σε φώναξα.
Όταν ερχόταν το γκαρσόνι και άνοιγε την πορτοκαλάδα που συνήθως σου παράγγελναν οι μεγάλοι, έκανε ένα τσαφ με το ανοιχτήρι, κάτι σαν δροσιά πεταγόταν προς τα έξω - μετά έμαθα ότι αυτό το λέγαν λέει ανθρακικό και γι’ αυτό ψιλόκαιγε – και με μια άνετη κίνηση πέταγε το καπάκι με μια ανάποδη πίσω στην άσφαλτο!
Ντιν! Έκανε αυτό, κάπως κουτρουβάλαγε για λίγο σα μεθυσμένο και μετά πάπαλα.
Αυτό το καπάκι όμως, πρέπει να ήταν τελικά μεγάλη επιστήμη.
Στην αρχή ήταν γερό, ακλόνητο, γυαλιστερό ένα γούλου - γούλου πράγμα δηλαδή κατά την παιδική μου ορολογία . Μετά το άνοιγμα όμως ξέπεφτε, έπαιρνε συνήθως μια εικόνα καμπούρας, κάτι σαν άντε γειά σας που θα λέγαμε σήμερα και όλα εν ολίγοις έπαιρναν μετά φόρα για τον αγύριστο.
Για το ίδιο κάτι σαν «Γέρασα και δεν το κατάλαβα».
Για τους υπόλοιπους κάτι σαν «Μέχρις εδώ ήταν και πας στ’ άχρηστα».
Άξιζε σε αυτά τα καπάκια τελικά ένα τέτοιο τέλος ? σκέφτηκα κάποια στιγμή.
Τα χάζευα που και που βλέπεις όπως ήταν μισοχωμένα μισοχαμένα στη μαλακωμένη από τον ήλιο άσφαλτο. Θα έλεγε κανείς πως περίμεναν με μια μεγαλύτερη ακόμη στωικότητα να περάσει κι εκείνο το λεωφορείο που έκανε στάση είκοσι μέτρα πιο πάνω για να τα χώσει ακόμη πιο βαθιά.
Άκουγες ένα πλατς όταν περνούσε το λεωφορείο από πάνω τους, μετά ένα γκαπ γκουπ γιατί έσκαγε σε μια λακκούβα και τελικά σταματούσε σε εκείνη τη στάση με ένα πφφφφ, που όλοι το έλεγαν ασφαλιστική βαλβίδα των φρένων αλλά εγώ το είχα απλοποιήσει σαν «ουρήφρενο», μιας και σαν ήχος μου ’κανε άνετα για τουαλέτα και απορώ πως δεν το είχε κανένας άλλος σκεφτεί από μένα πιο πριν.
Μετά, όλα αυτά όπως ξέρεις, άλλαξαν.
Εγώ έμεινα με την απορία, η Πύλου έγινε πεζόδρομος, ενώ όλα χάθηκαν σε εκείνη την Πλάτωνος κάτω μια φρέσκια άσφαλτο. Μια ξερή, θολή, ίσια, περίεργα άοσμη άσφαλτο.
Τα τραπεζάκια χάθηκαν, ο θείος μας άφησε κι αυτός για τα σύννεφα, τα γκαπ γκουπ στη λακκούβα χάθηκαν, ενώ τα ουρήφρενα κάνουν παρέα εδώ και χρόνια με όλους μας κι αυτό λένε οι «μεγάλοι» επειδή το διαλέξαμε εμείς και δη απολύτως συνειδητά.
Ένα ακόμη χαλί σηκώθηκε, οι αμαρτίες – καπάκια μπήκαν αυτόματα από κάτω κατά τα γνωστά και ευνόητα χάθηκαν σαν να μην υπήρξαν σαν τέτοιες ποτέ.
Γκαρσόνια, πέρα – δώθε, πειρατικά, πορτοκαλάδες, καταβρεχτήρες πήραν δρόμο για τα σύννεφα με τη σειρά τους κι αυτά.
Πειράζει που νοστάλγησα πεταχτές κατσαρίδες ρε συ?
Και κάνα κουδουνάκι για το βράδυ αν διατίθεσαι δεν θα πω όχι!!!!!!
Γούλου – γούλου είναι ρε και γυρίζει…
Ξεκόλλα γαμώ το άσφαλτό σου!!!!!

Το ξεκλειδώνειν εστί φιλοσοφείν.Όχι ρε σεις, σας ορκίζομαι, το όνομά του δεν το θυμάμαι πια! Έχουν περάσει άλλωστε - ούτ...
04/09/2024

Το ξεκλειδώνειν εστί φιλοσοφείν.

Όχι ρε σεις, σας ορκίζομαι, το όνομά του δεν το θυμάμαι πια! Έχουν περάσει άλλωστε - ούτε λίγο ούτε πολύ - σχεδόν 40 χρόνια! Είπαμε να θυμάμαι, αλλά μην το τερματίζουμε κιόλας!
Πάντως όλοι εμείς οι υπόλοιποι σμηνίες στη μονάδα, τον φωνάζαμε Μποχάρ, μιας και η αλήθεια ήταν πως λόγω ενός κάποιου σχετικά αυξημένου βάρους και της εύλογης τάσης που είχε κατόπιν αυτού να ιδρώνει εύκολα, άφηνε από όπου περνούσε μια κάπως χαρακτηριστική οσμή, που γενικώς δεν θα την έλεγες και εύκολα ανεκτή!
Ήταν πάντως ένα πολύ ευγενικό παιδί, σμηνίας κι αυτός, χωρίς τίποτε το περίεργο άλλο επάνω του, αν εξαιρούσες βέβαια αυτό με την οσμή και μη με βάζεις πάλι να το ξαναλέω γιατί μου ξανάρχεται στο μνημονικό και ειλικρινά θα τα παρατήσω όλα και θα φύγω!
Ψέματα όμως, είχε όντως ένα χαρακτηριστικό!
Και αυτό το χαρακτηριστικό με είχε κουφάνει, γιατί η αλήθεια είναι πως το συναντάς πολύ σπάνια σε φυσικό πρόσωπο! Μη σου πω και σε μηχανήματα ακόμη! Εκεί δηλαδή που είμασταν για παράδειγμα νύχτα σε κάποιο σημείο του στρατοπέδου, σου πέταγε ένα «Πρόσεχε γιατί σε λίγο θα μας κάνει ντου η Ασφάλεια» και πράγματι μετά από μερικά λεπτά τσουπ! έτσι γινόταν!
Το είπε μια, το είπε δύο, μας είχε αφήσει όλους τους σμηνίες κόκκαλο, δεν το άντεξα, τον πιάνω κάποια στιγμή κατά μέρος και του λέω:
« Πόσα θες να μας κουφάνεις ρε Μποχάρ, είσαι ρουφιάνος της Ασφάλειας ή έχεις εσωτερική να πούμε πληροφόρηση? Όχι τίποτε άλλο, να ξέρουμε τέλος πάντων με τι άνθρωπο έχουμε να κάνουμε!»
«Θεός φυλάξοι ρε Νικόλα» μου λέει, «τίποτε απ’ τα δύο. Απλά έχω αποκτήσει με τον καιρό μια έκτη αίσθηση που με προειδοποιεί πότε η Ασφάλεια ή η εν γένει Ασφάλεια αν θες έρχεται για την πάρτη μου».
«Δεν σε καταλαβαίνω Μποχάρ, μου τα μασάς» του λέω, «για πάμε μια ξανά από την αρχή αλλά με μετάφραση γιατί είμαι και λίγο Ντίζελ και δεν σε πολυπιάνω».
«Αντί να σου απαντήσω» μου λέει «θα κάνουμε μια ομορφιά για να δεις με ποιον έχεις να κάνεις, τόσο εσύ όσο και οι υπόλοιποι σμηνίες εδώ της παρέας. Άκου τι θα κάνουμε: όταν είναι να γίνει το απόγευμα η υποστολή της σημαίας, θα φέρεις κοντά στη λέσχη το παπί με το οποίο έρχεσαι στη μονάδα και που τώρα έχεις κάτω στο πάρκιγκ. Θα μου δώσεις το πειρούνι σου κι εγώ υπόσχομαι ότι μέσα στο μισό λεπτό που θα κράζει αυτή η μαγνητοφωνημένη τρομπέτα για να γίνει η υποστολή, θα ξεκλειδώσω το υποτιθέμενα ασφαλές παπί σου, θα το βάλω μπρος και θα το καβαλήσω για να φύγω. Το μόνο που θέλω μόνο από εσάς τους υπόλοιπους είναι να σταθείτε γύρω από το παπί για να κάνω ότι τέλος πάντων είναι να κάνω χωρίς να φαίνομαι! μην καρφωθούμε πάνω στη δουλειά κι έχουμε άλλα!»
Έμεινα άναυδος!
«Μέσα», του λέω, «τσίμπα το πειρούνι μου, φέρνω το παπί κοντά στη λέσχη και ειδοποιώ τους υπόλοιπους για το σκηνικό που θα στήσουμε την ώρα της υποστολής».
Έτσι κι έγινε!
Με το που ξεκίνησε εκείνη η τρομπέτα, γονάτισε δίπλα στο παπί μου για κάτι δευτερόλεπτα, μετά ξεκλείδωσε την κλειδαριά με το πειρούνι μου, και σε χρόνο μηδέν το ξεκλείδωτο πλέον παπί πήρε μπροστά με το Μποχάρ καβάλα!
Τώρα να μη σου πω ότι η τρομπέτα έπαιζε ακόμη και μείνεις σύξυλος, αλλά όντως έπαιζε ακόμη!
«Μεγάλε, μας έστειλες» του λέω, όταν τέλειωσε η υποστολή.
«Δεν μας λες όμως τώρα όλο το παραμυθάκι γιατί μάλλον έχω αρχίσει να καταλαβαίνω περί τίνος πρόκειται αλλά το μυαλό μου ειλικρινά αδυνατεί να το χωνέψει!
«Συνάδελφοί μου, εκεί που μένω να ξέρετε πως όλοι με ξέρουν με το παρατσούκλι μου, που είναι Ποντικός! Το βίτσιο μου είναι να κλέβω μηχανές. Έχω βουτήξει μέχρι και μηχανή παρκαρισμένη σε μπαλκόνι! Γι’ αυτό και έχω μάθει τα ντου Ασφάλειας, Αστυνομίας και τα ρέστα σχεδόν απ’ τον αέρα. Τους μυρίζομαι, τους αισθάνομαι και επί τόπου τα μαζεύω και φεύγω. Δεν με έχουν πιάσει ποτέ και ούτε νομίζω πως θα με πιάσουν!»
Μείναμε όλοι κόκκαλο! Ο Μποχάρ ήταν αρχικλέφταρος!
Αυτό τώρα το λες πιο έξω ή όχι?
Και βέβαια όχι, γιατί η στρατιωτική αλληλεγγύη όσο και οι άγραφοι νόμοι της έλεγαν επιτακτικά - όπως και έτσι έγινε - πως αυτό που ο συνάδελφος μοιράστηκε μαζί μας έπρεπε και να μείνει τελικά μεταξύ μας.
Κι όντως τελικά έμεινε.
«Ποντικέ» του λέω, «εμείς που καβαλάμε μηχανές τι και ποιους πρέπει να φοβόμαστε?»
«Τα βόρεια προάστεια έχουν τη μεγαλύτερη αλητεία» μου απάντησε. «Και μάλιστα αλητεία χωρίς μπέσα» κι έφυγε για την υπηρεσία που τον είχα βάλει εγώ, μιας κι εγώ βλέπεις έβγαζα υπηρεσίες για τους στρατεύσιμους σε εκείνη τη μονάδα.
Θα στο πω ετεροχρονισμένα ρε φιλαράκι κι άμα θες το πιστεύεις.
Νομίζω πως για κάποιο λόγο από κείνο το βράδι δεν μύριζα αυτό που συνήθως μύριζα όταν πλησίαζα κοντά του, ή τέλος πάντων αν το μύριζα δεν με ενοχλούσε πια καθόλου…..

Η Μαρία του 74Αυτή η ιστορία φιλαράκι, ανήκει στην κατηγορία των όσων γράφονται εύκολα, αλλά μοιραία διαβάζονται από αυτ...
17/07/2024

Η Μαρία του 74

Αυτή η ιστορία φιλαράκι, ανήκει στην κατηγορία των όσων γράφονται εύκολα, αλλά μοιραία διαβάζονται από αυτόν που τις έζησε δύσκολα. Κι αυτό γιατί μια σειρά από επιθυμητά δεν μπόρεσαν ποτέ τους να γίνουν πράξη, όσο και μια γειωμένη πραγματικότητα δεν κατόρθωσε ποτέ της να ανοίξει φτερά και μετά με τη σειρά της να χαθεί. Να πετάξει. Θα έλεγες άνετα ότι χάθηκε παράλογα μέσα σε κάτι μωβ καπνούς παντρεμένους με νότες τζαζέ. Εγώ πάντως, απλά θα παραδεχτώ ότι μετεωρίστηκε κάπου σε ένα σοκάκι της Πλάκας και ότι ίσως μόνη της να είναι ακόμη εκεί, αν και ιστορικά εγώ πια έχω βγει απ’ το πλάνο. Γι’ αυτό, διάβασέ την εσύ τρέχοντας και άσε με εμένα στην κάπνα και τα σαξόφωνα που λέω πως από τότε δεν υπάρχουν, αλλά μάλλον τη φέρνουν πνιχτά στο μυαλό μου ατέρμονα θέλω δε θέλω.
Είδα που λες το κορίτσι της ιστορίας για πρώτη φορά ένα φθινοπωρινό βράδυ γύρω στις 8 στο Γνώμονα, το φροντιστήριο που πήγαινα τότε για τις εισαγωγικές. Στημένο κάπου κει στην Πατησίων και διαγώνια απέναντι από το Πολυτεχνείο, έσπρωχνε σαν ένα ακόμη φροντιστήριο για κείνη τη χρονιά του 74 τους στόχους και τα όνειρα της εποχής, ανακατεμένα μαζί με κάτι θολές εικόνες από εκείνες τις εκπνοές τσιγάρων αγωνίας μιας ακόμη γενιάς.
Ναι, αυτά τα τσιγάρα που τα εύρισκες σκορπισμένα σα γόπες παντού αλλά κυρίως γύρω από κάτι μαυροπίνακες γεμάτους από ατέρμονες ασκήσεις μαθηματικών και φυσικοχημείας, μπας και κάποιοι πετυχαίναμε όταν θα γράφαμε στις εξετάσεις το τότε τρελά επιθυμητό: Να περάσουμε ντε!
Π1 το τμήμα που πήγαινα εγώ με τον Κώστα και που είμασταν μαζί στο Πρώτο στην Πλάκα, Π3 αυτό που πήγαινε εκείνη.
Που σήμαινε πως αυτό το χαριτωμένα αδυνατούλι πλάσμα με το κίτρινο Lacost και το αγορίστικα κομμένο μαλλί, θα έδινε επίσης μαζί με εμάς για μια θέση στο Πολυτεχνείο ή τη Φυσικομαθηματική, κρυμμένη πίσω από έναν τοίχο που χώριζε μεν τις διπλανές μας αίθουσες, δεν μπορούσε όμως να ξεχωρίσει τους καημούς όσο και τις κοινές μας ελπίδες.
Έτσι, το ρόλο αυτό είχαν αναλάβει εκείνες οι αντικριστές και σπαστικά μισόκλειστες πόρτες. Ναι, αυτές οι ριμάδες που δεν άφηναν να παίξουν λεύτερα στα διαλείμματα οι δειλές και από μακριά αναγνωριστικές μεταξύ μας ματιές.
Υπήρχαν όμως και οι διάδρομοι, οπότε ως δια μαγείας τσουπ(!) συναντιόμασταν εκεί!
Πόσο αλήθεια βιαστικές αντιγύριζαν τότε οι ματιές! Θα σου φανεί παράξενο ρε φιλαράκι, αλλά θυμάμαι μέχρι σήμερα πόσο μεστά κατέβαινε σε εκείνο το «αμέσως μετά τσιγάρο» ο καπνός!
Κι ας το ‘χω κόψει το ρημάδι, πριν αυτό με κόψει, πάνω από 10 χρόνια!
Μετά ήταν κι εκείνα τα Levi’s που κολλούσαν πάνω της σα γάντι και με έφερναν σε μια ακόμη πιο εκστατική κατάσταση, αλλά αυτό τελικά λειτουργούσε ξέρεις σα μπούμερανγκ. Όσο πιο πολύ το μάτι μου φχαριστιόταν, τόσο λιγότερο το στόμα μου μπορούσε κάτι να αρθρώσει. Έτσι, ακόμη και ένα «Γεια, πως σε λένε?» πριν καν αρθρωθεί ακουγόταν ήδη μέσα στο κρανίο μου σαν εντελώς κοινότυπο και ως εκ τούτου να μην αξίζει καν να λεχθεί. Τυπικό φαινόμενο να πούμε, που επιστημονικά θα το κατατάσσαμε στο συνηθέστατο της εποχής «κοκομπλόκο αμηχανίας λόγω υπαρκτής πιθανότητας για χυλόπιτα» και δεν είμασταν εκείνη την εποχή για τέτοια. Οπότε, οι ματιές απλά κάλυπταν μια κάποια ελπίδα για το μέλλον και ο καιρός απλά περνούσε. Τα Lacost να αλλάζουν χρώματα, τα Levi’s επίσης, οι ζέστες του φθινοπώρου να φεύγουν, ο χειμώνας να μας αγγίζει με τα μπουφάν του και ξαφνικά τσουπ(!) να σκάει η υπόθεση «παρέλαση για την 25η Μαρτίου»!
Η κατάσταση ήταν ήδη γνωστή όσο και προδιαγεγραμμένη. Θα ήμουν σίγουρα στο άγημα, πρώτη εξάδα μάλιστα, με διπλανό και γωνιακό στα δεξιά το Γιαννάκη το Μπέζο. Αυτά τα ξέραμε ήδη από τον Παπαρσενίου το γυμναστή μας που τότε φωνάζαμε Τάκη και αυτός φρόντιζε να μας κοσμεί ανάλογα όταν μας έβαζε να χτυπάμε «Ένα τ’ αριστερό» και μετά συνέχιζε «Δεν είπα ένα το δεξί μη σας γ…. και να κοιτάχτε να κόψτε την πρωϊνή».
Μετά ήταν κι ο Φατσέας ο γυμνασιάρχης, που όλοι φωνάζαν Γάντζο και που όπως συνήθως θα μας έβαζε να πληρώσουμε τόπι ύφασμα κασμηροφανέλα, κάτι σαν σμυριδόπανο δηλαδή σε γκρί χρώμα που θα το έκανε παντελονάκι πάνω μας κάποιος ραφτάκος της γειτονιάς, παρέα με ένα μπλέ σκούρο βε πουλοβεράκι για να είμαστε όλοι ίδιοι και να γδέρνονται τα μπούτια μας σιχαμένα όταν το φορούσαμε, αλλά ας όψεται. Τέλος, θα μας έδινε κι εκείνο το τριγωνικό σηματάκι με το Α μέσα του, μιας και είμασταν βλέπεις το Α Αρρένων Αθηνών για να το βάλουμε στο πάνω αριστερά του στήθους μας.
Ναι, αυτό που κρεμόταν πάνω σου όχι τόσο λόγω παραμάνας, αλλά γιατί ήξερες τους παλιότερους που το είχαν κρεμάσει πριν από σένα για τον ίδιο λόγο και ήθελες αν μη τι άλλο να γίνεις η λογική τους συνέχεια ή και κάτι ακόμη καλύτερο γιατί ήσουν απλά εσύ!
Όλα τα έκανα. Βρήκα κι ένα όμορφο λευκό πουκαμισάκι παρέα με ένα ζευγαράκι μαύρα παπούτσια του γούστου μου και τελικά μάλλον ήμουν έτοιμος για την πρόβα που θα κάναμε στο Παναθηναϊκό στάδιο μαζί με όλα τα υπόλοιπα σχολεία που θα έκαναν παρέλαση μπροστά από Παπαδόπουλο, Παττακό, Μακαρέζο, Λαδά και τα ρέστα, μιας και η εφταετία εκείνα τα χρόνια ακόμη κρατούσε γερά.
Τη μέρα της πρόβας, εμείς του αγήματος είχαμε ξέρεις το προνόμιο να μην πάμε σχολείο τις πρώτες ώρες. Αυτό ήταν σούπερ, κάτι σαν κοπάνα να πούμε με το νόμο, καφεδάκι κάπου μετά, κάνα τσιγαράκι έτσι για το γαμώτο και καμιά πλακίτσα με τα φιλαράκια, ένας μαγικός δηλαδή συνδυασμός κάπου έξω, αλλά με απόλυτα δική σου επιλογή.
Πως να μην ξεκινήσει απίθανα λοιπόν η μέρα?
Ωραία είπα, θα το πάω ποδαράτο, θα το ξηγηθώ μέσα από Θησείο, Αέρηδες, Πλάκα, Εθνικό και μετά τσουπ(!) Στάδιο! Κι έτσι ακριβώς το έκανα, ή μάλλον το ξεκίνησα, γιατί κάπου μέσα στην Πλάκα κάτι πήγε αλλιώς και στράβωσε, ή μάλλον επιτέλους ξεστράβωσε!
Συνειδητοποιώ κάποια στιγμή πως κάποιο άτομο αριστερά μου με ακολουθεί. Γυρίζω, κοιτάω και μένω άναυδος: Όχι δεν ήταν αυτό το κορίτσι μέσα σε κάποιο σετάκι Lacost και Levi’s , αλλά σε μια γκρίζα φουστίτσα, μπλέ πουλοβεράκι βε και λευκό πουκαμισάκι, με το μαλλί όπως πάντα κοντό και με χάρη εννοείται την ίδια! Αυτό όμως πάλι το Α πάνω αριστερά, τι ρόλο βαράει και πόσα θέλει να μας τρελάνει?
Ήταν η…..πως τη λένε ρε συ επιτέλους………….
-Γειά, είμαι η Μαρία και νομίζω πως γνωριζόμαστε από το Γνώμονα, είπε γελαστα.
-Γειά, είμαι ο Νίκος, όντως από κει γνωριζόμαστε και μου αρέσει το σηματάκι σου με το Α
-Και το δικό σου καλό είναι, είπε και σκάσαμε και οι δυό στα γέλια.
Δεν θυμάμαι τη συνέχεια της διαδρομής, αυτή άλλωστε έβγαινε αυτόματα, εμείς στρίβαμε αυτόματα, μιλούσαμε σαν κολλητοί και μάλλον ήδη είμασταν, κάποτε φτάσαμε στο Στάδιο αν και για πολλούς λόγους δεν θα έπρεπε, κάποτε χαθήκαμε μέσα σε κείνες τις γραμμές που χώριζαν τότε τα σχολεία μεταξύ τους, πέρασα μέσα από εκείνους του Β Αρρένων που πάντα μας στραβοκοίταγαν χωρίς να ξέρω το λόγο, τέλος πάντων φτάσαμε και πήγαμε στα σχολειά μας.
-Θα τα πούμε το βράδυ?
-Εννοείται, προλάβαμε να πούμε μετά την πρόβα και να γελάσουμε για μια ακόμη φορά.
Όχι, ήταν ακομπλεξάριστο, ήταν φυσικό, ήταν ένα δικό μας παιδί, ένα δικό μας κορίτσι, που θα παίζαμε ένα ρόλο μαζί, που θάπρεπε να προσέξω μην το πειράξει κανείς γιατί φίδι που θα τον έτρωγε, που πολύ θα ήθελα να δω να παρελαύνει μπροστά μου με το Α της, που πολύ θάθελα να δει με τις φίλες της εμάς με το δικό μας Α να παρελαύνουμε, τελικώς ναι, πολλά θάθελα.
Αποδείχτηκε σε τελευταία ανάλυση πως ήταν πολύ πιο εύκολο να γνωριστούμε με αυτή την τόσο γλυκιά φατσούλα που άκουγε στο όνομα Μαρία, γιατί οι μισόκλειστες πόρτες και οι τοίχοι δεν ήταν στην πραγματικότητα εμπόδια δικά μας. Όταν τα λόγια πέταξαν ελεύθερα και το γέλιο έκανε με τον τρόπο του τις παγωμάρες κομμάτια, οι τοίχοι πήγαν περίπατο κι οι δυό μας πήγαμε παρέλαση όχι για να τη χαζέψουμε, αλλά μαζί εν στολή για να την κάνουμε!
Ναι ρε φίλε, μπορούν να έχουν παραδοσιακά πολλή πλάκα μεταξύ τους και τα παιδιά της Πλάκας, αρκεί όμως με κάποιο τρόπο πρώτα από όλα να αλληλοαναγνωριστούν!
Νομίζω πως όταν γύρισα μετά στο σχολείο με τους υπόλοιπους δικούς μου, ήμουν λίγο βαρύτερος, λίγο πιο σαφής, λίγο πιο ανυπόμονος κι όλα αυτά όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί σε αυτό το απογευματινό φροντιστήριο, εκεί στην Πατησίων στο Γνώμονα, θα ξανασυναντούσα το Μαράκι.
-Θα κάνουμε ένα χορό να μαζέψουμε λεφτά για την πενταήμερη, μου είπε. Να σου φέρω εισιτήριο για να έλθεις?
-Νομίζω πως δεν χρειάζεται να σου απαντήσω γι αυτό, απάντησα. Εγώ θα έλθω για σένα. Πόσους άλλους δικούς μου όμως θέλεις να φέρω για τις φίλες σου?
Πλακωθήκαμε στο γέλιο και πάλι. Τι Φυσικές μου λες, τι Τριγωνομετρίες, είχαν όλα χαθεί, η Πατησίων γύρναγε μόνη της, το πάνω είχε ανοίξει σαν ουρανός, οι εισαγωγικές είχαν τελειώσει πριν καν αρχίσουν…
-Μ’ αρέσει που το σκέφτηκες, σας θέλουμε στο χορό μας, πάντα σας θέλαμε αλλά δεν ξέραμε και πως να σας το πούμε! Θα σου πω λοιπόν την επόμενη εβδομάδα πόσους να φέρεις! μου είπε.
Πρέπει να πάω στον Κώστα, στα παιδιά, να τους ξηγηθώ ότι άνοιξα δίαυλο, ρε σεις θαρθείτε? Μετά αυτές θα έλθουν στο δικό μας πάρτι κι όλα επιτέλους μπαίνουν στο δρόμο που θάπρεπε!
-Αύριο όλοι κουρεμένοι! Δεν θέλω εδώ να μου κυκλοφορείτε με χαίτη το μαλλί και φαβορίτη! ξηγήθηκε την επομένη το πρωί ο Γάντζος από κείνο το υπερυψωμένο στην αυλή που ανέβαινε και μας χάζευε όλους πετώντας σάλια μανίας αριστερά - δεξιά και που καλύτερα να μη σε βρίσκανε.
Όσο για σας της παρέλασης, θα σας δω όλους έναν-έναν…
Αυτό ήταν.
Ως εδώ ήταν το όνειρο…
Πουτάνα παρέλαση, πάνω που μου τάφτιαξες πας τελικά να με καταστρέψεις!
-Θα του τα κόψεις όσο πιο κοντά γίνεται, είπε η μάνα μου στο μπαρμπέρη το ίδιο απόγευμα, αυτόν που βασίλευε κάτω απ’ το σπίτι μας. Θα πάει στην παρέλαση και κοίτα να το κάνεις γρήγορα γιατί δεν θα προλάβει να πάει στο φροντιστήριο….
Ο κουρεάς-δήμιος έκοβε, έκοβε, έκοβε, που στο διάολο ρε εγώ είχα τόσο μαλλί, τελικά κάτι έκανε με μια βούρτσα να φύγουν οι πολλές τρίχες απ’ το σβέρκο κι εγώ βγήκα τελικά με το άγχος μου στη μία μασχάλη και κάτι τετράδια από την άλλη απέναντι στη στάση, να τσιμπήσω το λεωφορείο και ν’ ανέβω κατά Ομόνοια – Πολυτεχνείο μεριά.
Αυτές οι τρίχες με είχαν λιανίσει εν τω μεταξύ, τρύπαγαν, γαργάλαγαν, έστριβαν, τελικά λες να με είχε κουρέψει καλά, μπορεί και να βλέπομαι, ποτέ δεν ξέρεις…
Όταν έφτασα στο Π1, το μάθημα της Μηχανικής είχε αρχίσει και ο Νικολούδης έλεγε τα δικά του με δυνάμεις και τριβές και έτερα Φυσικά, οπότε θεώρησα σκόπιμο να σκάσω λίγο κεφαλάκι απ’ την πόρτα και να κάνω λίγο πλακίτσα στον Κώστα, τον δικό μου που καθόμουν μαζί του πρώτο θρανίο.
-Τσα! Κάνω…….
Και ξαφνικά καταρρέει όλο το σύμπαν από τα γέλια, με πρώτο τον Κώστα και περιφερειακά όλο το Π1, αγόρια κορίτσια αδιακρίτως……
Έμεινα κόκκαλο με τα μάτια γουρλωμένα. Αυτό εννοείται πως έκανε τη φάτσα μου κομμάτι πιο ηλίθια, τα αυτιά πιο κόκκινα και άρα πιο άγαρμπα ξεπεταγμένα και το εν γένει σύνολο κάτι σε προφανώς απερίγραπτο.
-Τι γελάτε ρε σεις, τι σας έπιασε ξαφνικά? Ρωτάει ο Νικολούδης που φυσικά δεν με είχε δει μιας και είχε γυρισμένη την πλάτη, αλλά γυρίζοντας μετά προς το μέρος μου διπλώθηκε στο γέλιο κι αυτός.
-Ποιος σε έκανε έτσι σαν πινέζα ρε? Κατόρθωσε να ψελλίσει…
Και να το γέλιο από όλο το Π1 ξανά να σκάει κι εγώ να έχω μείνει ακόμη με το κεφαλάκι πινέζα εντός, αλλά όλο το υπόλοιπο σώμα ακόμη στην απέξω.
Να μπω ή να φύγω, τι να κάνω?
Άμα φύγω θα είναι χειρότερα. Θα μπω ρε, θα περπατήσω με το κεφάλι ψηλά και θα κάτσω. Νιώθω ότι πιο ρόμπα δεν θα μπορούσα να έχω γίνει, αλλά αυτό θα μπορούσε και να μη φαίνεται. Ή να μη φαίνεται τέλος πάντων συνέχεια. Κάποια στιγμή θα με συνηθίσουν και το γέλιο επιτέλους θα πάψει.
Θα πάψει?
Κι η Μαρία? Έτσι και βγω με το κεφάλι πινέζα στο διάδρομο, αυτό ήταν πάει και τέλειωσε.
-Μην κάνεις καμιά μαλακία και βγεις έξω με αυτό το κεφάλι, χάθηκες, μου λέει ο Κώστας. Τι την ήθελες πάλι κι αυτή την παρέλαση ρε, αφού την ξέρεις τη δουλειά ο Γάντζος θα σας πηδήξει έναν έναν για τα μαλλιά πριν πάτε! Και βέβαια δίκιο είχε, γιατί ο ίδιος τα κόλλαγε με λεμόνι πριν μπούμε μέσα και φαινόταν σαν φρεσκοκουρεμένος, αλλά όταν βγαίναμε έξω στο σχόλασμα ξηγιόταν ένα χτενισματάκι με την ειδική τσατσάρα και το μαλλί του γινόταν αυτομάτως σούπερ! Έπαιζε σε συγκρότημα τότε βλέπεις και ήταν αδύνατον να βγαίνει στο πάλκο κουρεμένος!
Κρύφτηκα.
Χάθηκα. Ούτε καν στο διάδρομο δεν βγήκα.
Έφυγα με τον Κώστα εκείνο το βράδι από τους τελευταίους.
-Τι να κάνω ρε Κώστα τώρα με τη Μαρία?
-Καλύτερα μην τη δεις για καμιά βδομάδα, μου λέει, και το πινέζα λίγο είναι, πως τα κατάφερες έτσι ρε καραφλέγκο? Εξαφανίστηκα.
Όταν λούστηκα γυρίζοντας σπίτι, διαπίστωσα πως στην πραγματικότητα όλα ήταν πολύ χειρότερα απ’ ότι φοβόμουν. Σκέφτηκα να βρω κάποιον να του τα ρίξω και να ξεσπάσω, τη μάνα μου ας πούμε, τον κουρέα που αν ξανακατέβαινα μπορεί και νάβρισκε κι άλλο ακόμη να κόψει, το Γάντζο με τα σάλια του, την ατυχία μου, κάτι ρε, κάτι……
Τελικά κοιμήθηκα έχοντας στη σκέψη μου το κοντό αγορέ της Μαρίας που πολύ μου άρεσε εξ αρχής, παραδόξως όμως ποτέ δεν μάκραινε και ήταν βέβαια σα να μου έλεγε:
-Ξεκόλλα ρε φιλαράκι, μάθε πια να είσαι εντελώς έξω από όλα αυτά…
Αλλά δεν είχα ακόμη μάθει.
Την εβδομάδα που είχαμε μιλήσει με τη Μαρία για να βρεθούμε εγώ δεν αποτόλμησα να εμφανιστώ. Δεν μπορούσα να το κάνω. Προσπάθησα, δεν μου έβγαινε. Ο πύργος είχε πλέον καταρρεύσει και το σπαθί της ήττας παραδοθεί.
Μετά ήταν κι η παρέλαση. Άργησα επίτηδες να πάω, μπουρδουκλώθηκα σα χαμένος μέσα στο πλήθος, έφυγα αμέσως μόλις έληξε, τέλος πάντων δεν είδα τη Μαρία και ελπίζω να μην με είδε κι αυτή.
Πέρασα όμως μια ή δύο φορές από εκείνο το σημείο στην Πλάκα που μοιραστήκαμε γέλια και σήματα τύπου Α. Ο δρόμος μίλαγε σαν άδειος. Θα έλεγες άνετα ότι είχα χαθεί παράλογα και τις δύο φορές μέσα σε κάτι μωβ καπνούς παντρεμένους με νότες τζαζέ. Που σήκωσαν άνετα το τσιγάρο μου του αναλογισμού αν και το μαλλί πια είχε μεγαλώσει και η πινέζα σχεδόν χαθεί.
Μύριζαν ακόμη τα δέρματα από τα σανδάλια του Μελισσινού? Μπα δύσκολο…
-Η Μαρία? Που είναι ρε παιδιά? Ρώτησα κάποιους στο Γνώμονα από το Π3.
-Δεν τάμαθες? Άλλαξε προσανατολισμό, πάει για Ιατρική και έρχεται πιά άλλες μέρες και ώρες.
Ναι, είχε φτάσει πια η ευθεία.
Οι εισαγωγικές και η μοναξιά τους.
Η Μαρία, η πενταήμερη, τα πάρτι, τα Α, χαθήκαν ξαφνικά απότομα σε μια τρύπα γεμάτη σκοτάδι και πνίγηκαν.
Δεν έμαθα ποτέ το επώνυμο της Μαρίας και κατά συνέπεια αν στις εισαγωγικές του 74 πέρασε.
Ένας σεβαστός μου συγγραφέας, ο Μάριος Βερέττας, είχε γράψει κάποτε πως οι μεγαλύτερες και κρισιμότερες καμπές στη ζωή του έγιναν μετά από ένα βαρβάτο κούρεμα. Φοβάμαι πως και για μένα κάπως έτσι το πράγμα εξελισσόταν. Το είχε γράψει σε ένα βιβλίο του με τον τίτλο «Ο Πολιτισμός των στρατοπέδων» και φοβάμαι πως όλη η Ελλάδα τότε δεν ήταν τίποτε περισσότερο από αυτό ακριβώς: ένα στρατόπεδο.
Ή μάλλον ένα στρατόπεδο με τις παρελάσεις του!
Που μετά λέει πως έκλεισε γιατί εκδημοκρατίστηκε!
Μόνο που τώρα το εκδημοκρατισμένο μαλλί είναι πια και με τη μόδα κοντό, ενώ τα τότε παιδιά των λουλουδιών που μέσα στα όνειρά μας εμείς τότε αυτά ψάχναμε, αυτά με τις μαλλούρες, τις μουσικές αλα Γούντστοκ, τις αγάπες και τα τραγούδια τους, είναι πια κατά μεγάλο ποσοστό στα γρασίδια, ή ακόμη και κάτω απ’ αυτά.
Τι τρύπες στο χρόνο, τι τρύπες στις εφηβικές καρδιές, τι κρίμα!
Μη φοβόσαστε όμως ρεεεεε….!
Οι παρελάσεις συνεχίζονται…

Πατίνι ρεεεεεε!!!!!!!!Όχι, εκείνα τα όρθια πατίνια που φτιάχνανε οι γαβριάδες την εποχή του πολέμου, ή λίγο αργότερα τη ...
14/06/2024

Πατίνι ρεεεεεε!!!!!!!!

Όχι, εκείνα τα όρθια πατίνια που φτιάχνανε οι γαβριάδες την εποχή του πολέμου, ή λίγο αργότερα τη δεκαετία του 70, στα χρόνια μου δηλαδή, δεν παίζανε.
Και δεν παίζανε γιατί κατ’ αρχήν δεν τρέχανε, πηγαίναν αργά, πιο αργά ρε παιδάκι μου ακόμη κι από Επιτάφιο σε περιφορά.
Άσε που για να ομορφύνουν κομμάτι, πήγαιναν οι επίδοξοι παιχταράδες και κοτσάριζαν επάνω κάτι σημαιούλες αλλά και έτερα λαογραφικά, βαρετά εν ολίγοις πράγματα που οι τότε επίδοξοι στα πατίνια καβαλαραίοι μάλλον είχαν ήδη απορρίψει ή μπορεί και παντελώς βαρεθεί.
Άλλωστε το γύρω γύρω, ήταν ήδη πηγμένο εδώ και κάποια χρόνια σε γαλανόλευκες σημαίες και εικονίτσες του πουλιού, ενώ η γνωστή εφταετία έβγαζε τα απωθημένα της στις γειτονιές με πλείστες όσες ελληνομανείς εκδηλώσεις για να μη νιώθει μόνος του ο τότε καθηλωτικός «Άγνωστος πόλεμος» που όλοι μας χαζεύαμε – χωρίς καμία εξαίρεση σε διαβεβαιώ – όποτε παιζόταν επεισόδιο στο τότε ασπρόμαυρο κουτί σαν αποχαυνωμένοι.
Έπαιζε λοιπόν για αλλαγή το σύστημα αεροπλανάκι.
Τσίμπαγες που λες τρία μεταχειρισμένα ρουλεμανάκια από συνεργείο.
Ξηγιόσουν και στα τρία ένα καλό πλύσιμο με πετρέλαιο στην αρχή και νεράκι μετά, ενώ το στέγνωμα το έκανες με γύρισμα, κάνοντας εκείνο το γλαφυρό βζζζζζζζζ ενώ εσύ ήδη βρεχόσουν - αλλά δεν σε πείραζε και ιδιαίτερα - μιας και σκεπτόσουν διακαώς τα μετά.
Τα μετά που λες, δεν ήταν τίποτε άλλο από το να βρεις δύο μαδέρια από μια κοντινή οικοδομή. Εύκολο, δε λέω, γιατί εκείνη την εποχή μια πολυκατοικία σηκωνόταν για πλάκα ανά τετράγωνο, δίπλα σου δηλαδή.
Μόνο που αυτά τα μαδέρια τα έψαχνες και με κάποιες προδιαγραφές. Το ένα έπρεπε να είναι πλατύ, τόσο δηλαδή που να χωράει ο κώλος σου κατά πλάτος, ενώ το άλλο λεπτό, αλλά ανθεκτικό μιας και θα το έβαζες για τιμόνι. Έφτιαχνες λοιπόν ένα Τ όπου το ένα ρουλεμάν το έβαζες λίγο πιο πίσω από κει που θα καθόσουν, ενώ τα άλλα δύο στο τιμόνι που θα ακουμπούσες τα πόδια σου για να στρίβεις. Μια βίδα χοντρή κρατούσε τιμόνι και βάση ενωμένα και αν ήσουν καλός μάστορας φρόντιζες η βίδα αυτή να παίζει με διπλά παξιμάδια και ροδέλες για να στρίβει το πράγμα εύκολα και να μη σου κολλάει.
Και πως προχωρούσε?
Απλό. Σε έσπρωχναν οι θαυμαστές σου!
Που άλλοτε τους έλεγες να σε σπρώχνουν αργά και άλλοτε γρήγορα!
Ας μην ξεχνάμε πως πάνω στα πεζοδρόμια της πλατείας που μετά θα γινόντουσαν οι αγώνες, κάπου έκοβαν κάτι κλειστές στροφές, κάπου έπρεπε να αποφύγεις κάνα δέντρο που είχε φυτέψει ο Δήμος στη μέση της πίστας και διάφορα άλλα τρομερά της εποχής που δεν μπορώ πια να περιγράψω, πριν πιάσω στο στόμα μου το προσπέρασμα του μπροστινού!
Που ήταν πάντα απόλαυση να τον αφήνεις στα κρύα του λουτρού και πίσω σου, ή να τον βγάζεις στο ξαφνικό να εξακοντίζεται με τις πάντες ξερός στην άσφαλτο!!!!!!!!
Εκείνο το απόγευμα που λες, όλα τα είχα κάνει.
Το νέο αεροπλανάκι ήταν έτοιμο!
Ε, όχι εντελώς έτοιμο οφείλω να ομολογήσω όμως, μιας και πάνω στη βασική σανίδα, αυτή του καθίσματος υπήρχε καρφωμένη από το γιαπί μια 45άρα κωλόπροκα, στραβωμένη για κάποιο λόγο προς τα μένα η οποία αρνιόταν να ισιώσει κατ’ αρχήν και να βγει στη συνέχεια.
Ρε συ βγες, τίποτα αυτή.
Τελικά το αποφάσισα, θα έβγαινα στην πλατεία με αυτή την ηλίθια πρόκα.
Σιγά και μην έχανα το απόγευμα!
Δε βαριέσαι, την επομένη θα πλακωθώ στα μαγικά και θα τη βγάλω ή θα την κόψω.
Σιγά το θέμα.
Φόραγα εν τω μεταξύ ακόμη κι εκείνο το ολοκαίνουργιο αμερικάνικο παντελονάκι που μου είχε πάρει η μάνα μου από τον Κρουστάλιο στο Μοναστηράκι. Αυτό που ήταν λέει ένα απίστευτο εύρημα της σύγχρονης επιστήμης.
Δεν τσαλακωνόταν ποτέ!
Άσε που με το που το άπλωνες, τσουπ η τσάκιση έβγαινε με τη μία.
Με ένα δηλαδή μέτριο σιδέρωμα κατά τη μάνα μου, έβγαινες ρε παιδάκι μου γαμπρός!
Ωραία όλα αυτά, έλα όμως που είχε ένα περίεργο χρώμα, κάτι σαν πρασινοκαφέ αλλά σε γυαλιστερό κι όταν μου το φόραγαν αισθανόμουν σα χρυσόμυγα μέσα σε παντελόνι σωλήνα που έψαχνε να βρει μυτερό παπούτσι για να δέσει σε σίξτις, αλλά τζίφος. Στιλάτο, δε λέω, αλλά και το χρυσομυγέ ρε παιδάκι μου το παντελώς ασυνήθιστο εν μέσω γαλανόλευκων, πουλιών, «Αγνώστου Πολέμου» και των υπολοίπων παραήταν σαν θέαμα για μια δημόσια κυκλοφορία!
«Ρε ποια μικρή ταχύτητα, σπρώξε ρε να του τη χωθούμε» ξηγήθηκα κι ο πιτσιρικάς που με έσπρωχνε τάδωσε που λες όλα.
Το δέντρο ήλθε για κάποιο λόγο ξαφνικά πάνω μου με ένα τσίμπημα περίεργο κάτω από το αριστερό μου μπούτι.
Εντάξει, είχα καρφωθεί πάνω στο δέντρο αλλά αυτό είχε γίνει άπειρες φορές ρε παιδάκι μου!
Μόνο που αυτή τη φορά πήρα φόρα και φόρεσα στο μπουτάκι και την ταβανόπροκα!
Κατά περίεργο τρόπο χώθηκε όλη μέσα!
Άσε που πέρασε και μέσα από το χρυσομυγέ ατσαλάκωτο!
Τράβηξα το πατίνιμ βγήκε η πρόκα, αλλά παραδόξως ούτε πόνεσα ούτε μάτωσα!
Μάζεψα λοιπόν το πατίνι με την πρόκα του και πήγα στη μάνα μου.
«Νομίζω ότι κάτι έπαθε το καινούργιο μου παντελόνι» είπα.
«Δεν έπαθε, τόσκισες και για να μάθεις θα το κυκλοφορείς μπαλωμένο βρε ασυνείδητε από δω και στο εξής μέχρι να λιώσει» μου ξηγήθηκε.
Δεν είπα ο αλήτης τίποτε για πληγή.
Ούτε βέβαια και για πρόκες.
Ρώτησα μόνο κάποιους της παρέας να μου πουν αν είναι να πάθω τίποτε από τη σκουριά πότε αυτό γίνεται.
Είχα μια αγωνία, δε λέω, αλλά την επομένη η πρόκα μετά από κόπους και βάσανα βγήκε.
Και όμως βγήκε, στο χέρι της ήτανε?
Ρε από το πατίνι, όχι από μένα!
Εμένα, για κάνα δυό χρόνια ένα ραψιματάκι σε σχήμα Γ στόλιζε το αριστερό μου κωλομέρι και αρχικά ομολογώ πως πολύ ντρεπόμουνα. Μετά υπερίσχυσε το ότι δεν έπαθα κανένα τέτανο από τη σκουριασμένη 45άρα, κάπου το ξέχασα και οι ιστορίες με τα αεροπλανάκια - είτε το θέλετε είτε όχι - προφανώς συνεχίστηκαν.
Είχα βάλει όμως μυαλό.
Φόραγα πια άλλο παντελόνι!

Address

39 Psaron Str
Athens
15343

Alerts

Be the first to know and let us send you an email when Personal Whispers posts news and promotions. Your email address will not be used for any other purpose, and you can unsubscribe at any time.

Featured

Share

Share on Facebook Share on Twitter Share on LinkedIn
Share on Pinterest Share on Reddit Share via Email
Share on WhatsApp Share on Instagram Share on Telegram