17/07/2024
Η Μαρία του 74
Αυτή η ιστορία φιλαράκι, ανήκει στην κατηγορία των όσων γράφονται εύκολα, αλλά μοιραία διαβάζονται από αυτόν που τις έζησε δύσκολα. Κι αυτό γιατί μια σειρά από επιθυμητά δεν μπόρεσαν ποτέ τους να γίνουν πράξη, όσο και μια γειωμένη πραγματικότητα δεν κατόρθωσε ποτέ της να ανοίξει φτερά και μετά με τη σειρά της να χαθεί. Να πετάξει. Θα έλεγες άνετα ότι χάθηκε παράλογα μέσα σε κάτι μωβ καπνούς παντρεμένους με νότες τζαζέ. Εγώ πάντως, απλά θα παραδεχτώ ότι μετεωρίστηκε κάπου σε ένα σοκάκι της Πλάκας και ότι ίσως μόνη της να είναι ακόμη εκεί, αν και ιστορικά εγώ πια έχω βγει απ’ το πλάνο. Γι’ αυτό, διάβασέ την εσύ τρέχοντας και άσε με εμένα στην κάπνα και τα σαξόφωνα που λέω πως από τότε δεν υπάρχουν, αλλά μάλλον τη φέρνουν πνιχτά στο μυαλό μου ατέρμονα θέλω δε θέλω.
Είδα που λες το κορίτσι της ιστορίας για πρώτη φορά ένα φθινοπωρινό βράδυ γύρω στις 8 στο Γνώμονα, το φροντιστήριο που πήγαινα τότε για τις εισαγωγικές. Στημένο κάπου κει στην Πατησίων και διαγώνια απέναντι από το Πολυτεχνείο, έσπρωχνε σαν ένα ακόμη φροντιστήριο για κείνη τη χρονιά του 74 τους στόχους και τα όνειρα της εποχής, ανακατεμένα μαζί με κάτι θολές εικόνες από εκείνες τις εκπνοές τσιγάρων αγωνίας μιας ακόμη γενιάς.
Ναι, αυτά τα τσιγάρα που τα εύρισκες σκορπισμένα σα γόπες παντού αλλά κυρίως γύρω από κάτι μαυροπίνακες γεμάτους από ατέρμονες ασκήσεις μαθηματικών και φυσικοχημείας, μπας και κάποιοι πετυχαίναμε όταν θα γράφαμε στις εξετάσεις το τότε τρελά επιθυμητό: Να περάσουμε ντε!
Π1 το τμήμα που πήγαινα εγώ με τον Κώστα και που είμασταν μαζί στο Πρώτο στην Πλάκα, Π3 αυτό που πήγαινε εκείνη.
Που σήμαινε πως αυτό το χαριτωμένα αδυνατούλι πλάσμα με το κίτρινο Lacost και το αγορίστικα κομμένο μαλλί, θα έδινε επίσης μαζί με εμάς για μια θέση στο Πολυτεχνείο ή τη Φυσικομαθηματική, κρυμμένη πίσω από έναν τοίχο που χώριζε μεν τις διπλανές μας αίθουσες, δεν μπορούσε όμως να ξεχωρίσει τους καημούς όσο και τις κοινές μας ελπίδες.
Έτσι, το ρόλο αυτό είχαν αναλάβει εκείνες οι αντικριστές και σπαστικά μισόκλειστες πόρτες. Ναι, αυτές οι ριμάδες που δεν άφηναν να παίξουν λεύτερα στα διαλείμματα οι δειλές και από μακριά αναγνωριστικές μεταξύ μας ματιές.
Υπήρχαν όμως και οι διάδρομοι, οπότε ως δια μαγείας τσουπ(!) συναντιόμασταν εκεί!
Πόσο αλήθεια βιαστικές αντιγύριζαν τότε οι ματιές! Θα σου φανεί παράξενο ρε φιλαράκι, αλλά θυμάμαι μέχρι σήμερα πόσο μεστά κατέβαινε σε εκείνο το «αμέσως μετά τσιγάρο» ο καπνός!
Κι ας το ‘χω κόψει το ρημάδι, πριν αυτό με κόψει, πάνω από 10 χρόνια!
Μετά ήταν κι εκείνα τα Levi’s που κολλούσαν πάνω της σα γάντι και με έφερναν σε μια ακόμη πιο εκστατική κατάσταση, αλλά αυτό τελικά λειτουργούσε ξέρεις σα μπούμερανγκ. Όσο πιο πολύ το μάτι μου φχαριστιόταν, τόσο λιγότερο το στόμα μου μπορούσε κάτι να αρθρώσει. Έτσι, ακόμη και ένα «Γεια, πως σε λένε?» πριν καν αρθρωθεί ακουγόταν ήδη μέσα στο κρανίο μου σαν εντελώς κοινότυπο και ως εκ τούτου να μην αξίζει καν να λεχθεί. Τυπικό φαινόμενο να πούμε, που επιστημονικά θα το κατατάσσαμε στο συνηθέστατο της εποχής «κοκομπλόκο αμηχανίας λόγω υπαρκτής πιθανότητας για χυλόπιτα» και δεν είμασταν εκείνη την εποχή για τέτοια. Οπότε, οι ματιές απλά κάλυπταν μια κάποια ελπίδα για το μέλλον και ο καιρός απλά περνούσε. Τα Lacost να αλλάζουν χρώματα, τα Levi’s επίσης, οι ζέστες του φθινοπώρου να φεύγουν, ο χειμώνας να μας αγγίζει με τα μπουφάν του και ξαφνικά τσουπ(!) να σκάει η υπόθεση «παρέλαση για την 25η Μαρτίου»!
Η κατάσταση ήταν ήδη γνωστή όσο και προδιαγεγραμμένη. Θα ήμουν σίγουρα στο άγημα, πρώτη εξάδα μάλιστα, με διπλανό και γωνιακό στα δεξιά το Γιαννάκη το Μπέζο. Αυτά τα ξέραμε ήδη από τον Παπαρσενίου το γυμναστή μας που τότε φωνάζαμε Τάκη και αυτός φρόντιζε να μας κοσμεί ανάλογα όταν μας έβαζε να χτυπάμε «Ένα τ’ αριστερό» και μετά συνέχιζε «Δεν είπα ένα το δεξί μη σας γ…. και να κοιτάχτε να κόψτε την πρωϊνή».
Μετά ήταν κι ο Φατσέας ο γυμνασιάρχης, που όλοι φωνάζαν Γάντζο και που όπως συνήθως θα μας έβαζε να πληρώσουμε τόπι ύφασμα κασμηροφανέλα, κάτι σαν σμυριδόπανο δηλαδή σε γκρί χρώμα που θα το έκανε παντελονάκι πάνω μας κάποιος ραφτάκος της γειτονιάς, παρέα με ένα μπλέ σκούρο βε πουλοβεράκι για να είμαστε όλοι ίδιοι και να γδέρνονται τα μπούτια μας σιχαμένα όταν το φορούσαμε, αλλά ας όψεται. Τέλος, θα μας έδινε κι εκείνο το τριγωνικό σηματάκι με το Α μέσα του, μιας και είμασταν βλέπεις το Α Αρρένων Αθηνών για να το βάλουμε στο πάνω αριστερά του στήθους μας.
Ναι, αυτό που κρεμόταν πάνω σου όχι τόσο λόγω παραμάνας, αλλά γιατί ήξερες τους παλιότερους που το είχαν κρεμάσει πριν από σένα για τον ίδιο λόγο και ήθελες αν μη τι άλλο να γίνεις η λογική τους συνέχεια ή και κάτι ακόμη καλύτερο γιατί ήσουν απλά εσύ!
Όλα τα έκανα. Βρήκα κι ένα όμορφο λευκό πουκαμισάκι παρέα με ένα ζευγαράκι μαύρα παπούτσια του γούστου μου και τελικά μάλλον ήμουν έτοιμος για την πρόβα που θα κάναμε στο Παναθηναϊκό στάδιο μαζί με όλα τα υπόλοιπα σχολεία που θα έκαναν παρέλαση μπροστά από Παπαδόπουλο, Παττακό, Μακαρέζο, Λαδά και τα ρέστα, μιας και η εφταετία εκείνα τα χρόνια ακόμη κρατούσε γερά.
Τη μέρα της πρόβας, εμείς του αγήματος είχαμε ξέρεις το προνόμιο να μην πάμε σχολείο τις πρώτες ώρες. Αυτό ήταν σούπερ, κάτι σαν κοπάνα να πούμε με το νόμο, καφεδάκι κάπου μετά, κάνα τσιγαράκι έτσι για το γαμώτο και καμιά πλακίτσα με τα φιλαράκια, ένας μαγικός δηλαδή συνδυασμός κάπου έξω, αλλά με απόλυτα δική σου επιλογή.
Πως να μην ξεκινήσει απίθανα λοιπόν η μέρα?
Ωραία είπα, θα το πάω ποδαράτο, θα το ξηγηθώ μέσα από Θησείο, Αέρηδες, Πλάκα, Εθνικό και μετά τσουπ(!) Στάδιο! Κι έτσι ακριβώς το έκανα, ή μάλλον το ξεκίνησα, γιατί κάπου μέσα στην Πλάκα κάτι πήγε αλλιώς και στράβωσε, ή μάλλον επιτέλους ξεστράβωσε!
Συνειδητοποιώ κάποια στιγμή πως κάποιο άτομο αριστερά μου με ακολουθεί. Γυρίζω, κοιτάω και μένω άναυδος: Όχι δεν ήταν αυτό το κορίτσι μέσα σε κάποιο σετάκι Lacost και Levi’s , αλλά σε μια γκρίζα φουστίτσα, μπλέ πουλοβεράκι βε και λευκό πουκαμισάκι, με το μαλλί όπως πάντα κοντό και με χάρη εννοείται την ίδια! Αυτό όμως πάλι το Α πάνω αριστερά, τι ρόλο βαράει και πόσα θέλει να μας τρελάνει?
Ήταν η…..πως τη λένε ρε συ επιτέλους………….
-Γειά, είμαι η Μαρία και νομίζω πως γνωριζόμαστε από το Γνώμονα, είπε γελαστα.
-Γειά, είμαι ο Νίκος, όντως από κει γνωριζόμαστε και μου αρέσει το σηματάκι σου με το Α
-Και το δικό σου καλό είναι, είπε και σκάσαμε και οι δυό στα γέλια.
Δεν θυμάμαι τη συνέχεια της διαδρομής, αυτή άλλωστε έβγαινε αυτόματα, εμείς στρίβαμε αυτόματα, μιλούσαμε σαν κολλητοί και μάλλον ήδη είμασταν, κάποτε φτάσαμε στο Στάδιο αν και για πολλούς λόγους δεν θα έπρεπε, κάποτε χαθήκαμε μέσα σε κείνες τις γραμμές που χώριζαν τότε τα σχολεία μεταξύ τους, πέρασα μέσα από εκείνους του Β Αρρένων που πάντα μας στραβοκοίταγαν χωρίς να ξέρω το λόγο, τέλος πάντων φτάσαμε και πήγαμε στα σχολειά μας.
-Θα τα πούμε το βράδυ?
-Εννοείται, προλάβαμε να πούμε μετά την πρόβα και να γελάσουμε για μια ακόμη φορά.
Όχι, ήταν ακομπλεξάριστο, ήταν φυσικό, ήταν ένα δικό μας παιδί, ένα δικό μας κορίτσι, που θα παίζαμε ένα ρόλο μαζί, που θάπρεπε να προσέξω μην το πειράξει κανείς γιατί φίδι που θα τον έτρωγε, που πολύ θα ήθελα να δω να παρελαύνει μπροστά μου με το Α της, που πολύ θάθελα να δει με τις φίλες της εμάς με το δικό μας Α να παρελαύνουμε, τελικώς ναι, πολλά θάθελα.
Αποδείχτηκε σε τελευταία ανάλυση πως ήταν πολύ πιο εύκολο να γνωριστούμε με αυτή την τόσο γλυκιά φατσούλα που άκουγε στο όνομα Μαρία, γιατί οι μισόκλειστες πόρτες και οι τοίχοι δεν ήταν στην πραγματικότητα εμπόδια δικά μας. Όταν τα λόγια πέταξαν ελεύθερα και το γέλιο έκανε με τον τρόπο του τις παγωμάρες κομμάτια, οι τοίχοι πήγαν περίπατο κι οι δυό μας πήγαμε παρέλαση όχι για να τη χαζέψουμε, αλλά μαζί εν στολή για να την κάνουμε!
Ναι ρε φίλε, μπορούν να έχουν παραδοσιακά πολλή πλάκα μεταξύ τους και τα παιδιά της Πλάκας, αρκεί όμως με κάποιο τρόπο πρώτα από όλα να αλληλοαναγνωριστούν!
Νομίζω πως όταν γύρισα μετά στο σχολείο με τους υπόλοιπους δικούς μου, ήμουν λίγο βαρύτερος, λίγο πιο σαφής, λίγο πιο ανυπόμονος κι όλα αυτά όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί σε αυτό το απογευματινό φροντιστήριο, εκεί στην Πατησίων στο Γνώμονα, θα ξανασυναντούσα το Μαράκι.
-Θα κάνουμε ένα χορό να μαζέψουμε λεφτά για την πενταήμερη, μου είπε. Να σου φέρω εισιτήριο για να έλθεις?
-Νομίζω πως δεν χρειάζεται να σου απαντήσω γι αυτό, απάντησα. Εγώ θα έλθω για σένα. Πόσους άλλους δικούς μου όμως θέλεις να φέρω για τις φίλες σου?
Πλακωθήκαμε στο γέλιο και πάλι. Τι Φυσικές μου λες, τι Τριγωνομετρίες, είχαν όλα χαθεί, η Πατησίων γύρναγε μόνη της, το πάνω είχε ανοίξει σαν ουρανός, οι εισαγωγικές είχαν τελειώσει πριν καν αρχίσουν…
-Μ’ αρέσει που το σκέφτηκες, σας θέλουμε στο χορό μας, πάντα σας θέλαμε αλλά δεν ξέραμε και πως να σας το πούμε! Θα σου πω λοιπόν την επόμενη εβδομάδα πόσους να φέρεις! μου είπε.
Πρέπει να πάω στον Κώστα, στα παιδιά, να τους ξηγηθώ ότι άνοιξα δίαυλο, ρε σεις θαρθείτε? Μετά αυτές θα έλθουν στο δικό μας πάρτι κι όλα επιτέλους μπαίνουν στο δρόμο που θάπρεπε!
-Αύριο όλοι κουρεμένοι! Δεν θέλω εδώ να μου κυκλοφορείτε με χαίτη το μαλλί και φαβορίτη! ξηγήθηκε την επομένη το πρωί ο Γάντζος από κείνο το υπερυψωμένο στην αυλή που ανέβαινε και μας χάζευε όλους πετώντας σάλια μανίας αριστερά - δεξιά και που καλύτερα να μη σε βρίσκανε.
Όσο για σας της παρέλασης, θα σας δω όλους έναν-έναν…
Αυτό ήταν.
Ως εδώ ήταν το όνειρο…
Πουτάνα παρέλαση, πάνω που μου τάφτιαξες πας τελικά να με καταστρέψεις!
-Θα του τα κόψεις όσο πιο κοντά γίνεται, είπε η μάνα μου στο μπαρμπέρη το ίδιο απόγευμα, αυτόν που βασίλευε κάτω απ’ το σπίτι μας. Θα πάει στην παρέλαση και κοίτα να το κάνεις γρήγορα γιατί δεν θα προλάβει να πάει στο φροντιστήριο….
Ο κουρεάς-δήμιος έκοβε, έκοβε, έκοβε, που στο διάολο ρε εγώ είχα τόσο μαλλί, τελικά κάτι έκανε με μια βούρτσα να φύγουν οι πολλές τρίχες απ’ το σβέρκο κι εγώ βγήκα τελικά με το άγχος μου στη μία μασχάλη και κάτι τετράδια από την άλλη απέναντι στη στάση, να τσιμπήσω το λεωφορείο και ν’ ανέβω κατά Ομόνοια – Πολυτεχνείο μεριά.
Αυτές οι τρίχες με είχαν λιανίσει εν τω μεταξύ, τρύπαγαν, γαργάλαγαν, έστριβαν, τελικά λες να με είχε κουρέψει καλά, μπορεί και να βλέπομαι, ποτέ δεν ξέρεις…
Όταν έφτασα στο Π1, το μάθημα της Μηχανικής είχε αρχίσει και ο Νικολούδης έλεγε τα δικά του με δυνάμεις και τριβές και έτερα Φυσικά, οπότε θεώρησα σκόπιμο να σκάσω λίγο κεφαλάκι απ’ την πόρτα και να κάνω λίγο πλακίτσα στον Κώστα, τον δικό μου που καθόμουν μαζί του πρώτο θρανίο.
-Τσα! Κάνω…….
Και ξαφνικά καταρρέει όλο το σύμπαν από τα γέλια, με πρώτο τον Κώστα και περιφερειακά όλο το Π1, αγόρια κορίτσια αδιακρίτως……
Έμεινα κόκκαλο με τα μάτια γουρλωμένα. Αυτό εννοείται πως έκανε τη φάτσα μου κομμάτι πιο ηλίθια, τα αυτιά πιο κόκκινα και άρα πιο άγαρμπα ξεπεταγμένα και το εν γένει σύνολο κάτι σε προφανώς απερίγραπτο.
-Τι γελάτε ρε σεις, τι σας έπιασε ξαφνικά? Ρωτάει ο Νικολούδης που φυσικά δεν με είχε δει μιας και είχε γυρισμένη την πλάτη, αλλά γυρίζοντας μετά προς το μέρος μου διπλώθηκε στο γέλιο κι αυτός.
-Ποιος σε έκανε έτσι σαν πινέζα ρε? Κατόρθωσε να ψελλίσει…
Και να το γέλιο από όλο το Π1 ξανά να σκάει κι εγώ να έχω μείνει ακόμη με το κεφαλάκι πινέζα εντός, αλλά όλο το υπόλοιπο σώμα ακόμη στην απέξω.
Να μπω ή να φύγω, τι να κάνω?
Άμα φύγω θα είναι χειρότερα. Θα μπω ρε, θα περπατήσω με το κεφάλι ψηλά και θα κάτσω. Νιώθω ότι πιο ρόμπα δεν θα μπορούσα να έχω γίνει, αλλά αυτό θα μπορούσε και να μη φαίνεται. Ή να μη φαίνεται τέλος πάντων συνέχεια. Κάποια στιγμή θα με συνηθίσουν και το γέλιο επιτέλους θα πάψει.
Θα πάψει?
Κι η Μαρία? Έτσι και βγω με το κεφάλι πινέζα στο διάδρομο, αυτό ήταν πάει και τέλειωσε.
-Μην κάνεις καμιά μαλακία και βγεις έξω με αυτό το κεφάλι, χάθηκες, μου λέει ο Κώστας. Τι την ήθελες πάλι κι αυτή την παρέλαση ρε, αφού την ξέρεις τη δουλειά ο Γάντζος θα σας πηδήξει έναν έναν για τα μαλλιά πριν πάτε! Και βέβαια δίκιο είχε, γιατί ο ίδιος τα κόλλαγε με λεμόνι πριν μπούμε μέσα και φαινόταν σαν φρεσκοκουρεμένος, αλλά όταν βγαίναμε έξω στο σχόλασμα ξηγιόταν ένα χτενισματάκι με την ειδική τσατσάρα και το μαλλί του γινόταν αυτομάτως σούπερ! Έπαιζε σε συγκρότημα τότε βλέπεις και ήταν αδύνατον να βγαίνει στο πάλκο κουρεμένος!
Κρύφτηκα.
Χάθηκα. Ούτε καν στο διάδρομο δεν βγήκα.
Έφυγα με τον Κώστα εκείνο το βράδι από τους τελευταίους.
-Τι να κάνω ρε Κώστα τώρα με τη Μαρία?
-Καλύτερα μην τη δεις για καμιά βδομάδα, μου λέει, και το πινέζα λίγο είναι, πως τα κατάφερες έτσι ρε καραφλέγκο? Εξαφανίστηκα.
Όταν λούστηκα γυρίζοντας σπίτι, διαπίστωσα πως στην πραγματικότητα όλα ήταν πολύ χειρότερα απ’ ότι φοβόμουν. Σκέφτηκα να βρω κάποιον να του τα ρίξω και να ξεσπάσω, τη μάνα μου ας πούμε, τον κουρέα που αν ξανακατέβαινα μπορεί και νάβρισκε κι άλλο ακόμη να κόψει, το Γάντζο με τα σάλια του, την ατυχία μου, κάτι ρε, κάτι……
Τελικά κοιμήθηκα έχοντας στη σκέψη μου το κοντό αγορέ της Μαρίας που πολύ μου άρεσε εξ αρχής, παραδόξως όμως ποτέ δεν μάκραινε και ήταν βέβαια σα να μου έλεγε:
-Ξεκόλλα ρε φιλαράκι, μάθε πια να είσαι εντελώς έξω από όλα αυτά…
Αλλά δεν είχα ακόμη μάθει.
Την εβδομάδα που είχαμε μιλήσει με τη Μαρία για να βρεθούμε εγώ δεν αποτόλμησα να εμφανιστώ. Δεν μπορούσα να το κάνω. Προσπάθησα, δεν μου έβγαινε. Ο πύργος είχε πλέον καταρρεύσει και το σπαθί της ήττας παραδοθεί.
Μετά ήταν κι η παρέλαση. Άργησα επίτηδες να πάω, μπουρδουκλώθηκα σα χαμένος μέσα στο πλήθος, έφυγα αμέσως μόλις έληξε, τέλος πάντων δεν είδα τη Μαρία και ελπίζω να μην με είδε κι αυτή.
Πέρασα όμως μια ή δύο φορές από εκείνο το σημείο στην Πλάκα που μοιραστήκαμε γέλια και σήματα τύπου Α. Ο δρόμος μίλαγε σαν άδειος. Θα έλεγες άνετα ότι είχα χαθεί παράλογα και τις δύο φορές μέσα σε κάτι μωβ καπνούς παντρεμένους με νότες τζαζέ. Που σήκωσαν άνετα το τσιγάρο μου του αναλογισμού αν και το μαλλί πια είχε μεγαλώσει και η πινέζα σχεδόν χαθεί.
Μύριζαν ακόμη τα δέρματα από τα σανδάλια του Μελισσινού? Μπα δύσκολο…
-Η Μαρία? Που είναι ρε παιδιά? Ρώτησα κάποιους στο Γνώμονα από το Π3.
-Δεν τάμαθες? Άλλαξε προσανατολισμό, πάει για Ιατρική και έρχεται πιά άλλες μέρες και ώρες.
Ναι, είχε φτάσει πια η ευθεία.
Οι εισαγωγικές και η μοναξιά τους.
Η Μαρία, η πενταήμερη, τα πάρτι, τα Α, χαθήκαν ξαφνικά απότομα σε μια τρύπα γεμάτη σκοτάδι και πνίγηκαν.
Δεν έμαθα ποτέ το επώνυμο της Μαρίας και κατά συνέπεια αν στις εισαγωγικές του 74 πέρασε.
Ένας σεβαστός μου συγγραφέας, ο Μάριος Βερέττας, είχε γράψει κάποτε πως οι μεγαλύτερες και κρισιμότερες καμπές στη ζωή του έγιναν μετά από ένα βαρβάτο κούρεμα. Φοβάμαι πως και για μένα κάπως έτσι το πράγμα εξελισσόταν. Το είχε γράψει σε ένα βιβλίο του με τον τίτλο «Ο Πολιτισμός των στρατοπέδων» και φοβάμαι πως όλη η Ελλάδα τότε δεν ήταν τίποτε περισσότερο από αυτό ακριβώς: ένα στρατόπεδο.
Ή μάλλον ένα στρατόπεδο με τις παρελάσεις του!
Που μετά λέει πως έκλεισε γιατί εκδημοκρατίστηκε!
Μόνο που τώρα το εκδημοκρατισμένο μαλλί είναι πια και με τη μόδα κοντό, ενώ τα τότε παιδιά των λουλουδιών που μέσα στα όνειρά μας εμείς τότε αυτά ψάχναμε, αυτά με τις μαλλούρες, τις μουσικές αλα Γούντστοκ, τις αγάπες και τα τραγούδια τους, είναι πια κατά μεγάλο ποσοστό στα γρασίδια, ή ακόμη και κάτω απ’ αυτά.
Τι τρύπες στο χρόνο, τι τρύπες στις εφηβικές καρδιές, τι κρίμα!
Μη φοβόσαστε όμως ρεεεεε….!
Οι παρελάσεις συνεχίζονται…