23/07/2019
Το καλοκαίρι είναι η καλύτερη εποχή για να κάνουμε δώρο στο σώμα μας μια πολύτιμη βιταμίνη η οποία είναι πολύ σημαντική για τη συνολική υγεία του οργανισμού και η οποία σε πολλούς από εμάς βρίσκεται σε έλλειψη, τη βιταμίνη D. Τί είναι όμως αυτή η βιταμίνη και γιατί ασχολούμαστε τόσο πολύ με αυτή;
Η βιταμίνη D είναι μία λιποδιαλυτή βιταμίνη η οποία υπάρχει σε δύο βασικές μορφές, την εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2) και την χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3). Η πρώτη συναντάται σε μικρό αριθμό φυτικών τροφίμων, όπως τα μανιτάρια sh*take, σε εμπλουτισμένα σε βιταμίνη D τρόφιμα και σε συμπληρώματα βιταμίνης D, ενώ η δεύτερη προσλαμβάνεται είτε μέσω της διατροφής (κυρίως λιπαρά ψάρια όπως χέλι, σολομός, ρέγκα, ιχθυέλαια, αυγά, τυρί), είτε μέσω μιας φωτοχημικής αντίδρασης στο δέρμα. Το συντριπτικό ποσοστό (80%) βιταμίνης D στον άνθρωπο, παράγεται μέσω της επίδρασης της ηλιακής ακτινοβολίας στο δέρμα. Ένα πολύ μικρότερο ποσοστό της τάξης του 20%, μπορεί να καλύπτεται και μέσω της διατροφής. Παρόλα αυτά, υπολογίζεται ότι σε ανθρώπους των οποίων η διατροφή είναι ελλιπής σε βιταμίνη D, η σύνθεσή της μέσω του δέρματος μπορεί να φτάσει να καλύπτει μέχρι και το 100% των ημερήσιων αναγκών τους. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η έκθεση τουλάχιστον 18% της επιφάνειας του σώματος (πρακτικά ακάλυπτα άνω και κάτω άκρα) στον ήλιο για περίπου 15 λεπτά, μπορεί να οδηγήσει σε σύνθεση ποσότητας βιταμίνης D ίσης με 2,000-4,000 IU2, δηλαδή πολύ μεγαλύτερης από τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη (400-800 IU).
Αφού συντεθεί στο δέρμα ή/και απορροφηθεί από τον εντερικό σωλήνα (μέσω της διατροφής), προκειμένου η βιταμίνη D να αποκτήσει τη βιολογικά δραστική μορφή της, περνάει από δύο φάσεις υδροξυλίωσης, πρώτα στο ήπαρ και μετά στους νεφρούς.
Πέρα από τον βασικό ρόλο της βιταμίνης D στο μεταβολισμό και την υγεία των οστών, έχει υπάρξει αυξημένο ενδιάφερον την τελευταία εικοσαετία σχετικά με τους επιπλέον βιολογικούς της ρόλους. Αυτό συνέβη μιας και από πληθώρα επιδημιολογικών μελετών, φάνηκε ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D μπορεί να σχετίζονται με σοβαρές χρόνιους νόσους όπως τα καρδιαγγειακά, διάφοροι τύποι καρκίνου, σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία, αρτηριακή υπέρταση, κατάθλιψη και αυτοάνοσα νοσήματα.
Αξίζει όμως τελικά να ασχολούμαστε με το τί αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να επιφέρουν τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στον άνθρωπο; Όντως δηλαδή ο πληθυσμός εμφανίζει ανεπάρκεια αυτής της βιταμίνης; Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πανελλαδικής επιδημιολογικής έρευνας ‘’Healthy for Life’’ για τα έτη 2016-2018, το 72,03% του Ελληνικού πληθυσμού ηλικίας 19-60 ετών παρουσιάζει ανεπάρκεια βιταμίνης D. Εάν επομένως όντως επιβεβαιωθεί ότι η τελευταία μπορεί να έχει αιτιολογική συσχέτιση με την εμφάνιση ποικίλων νοσημάτων, τότε η πρόκληση για τη δημόσια υγεία φαίνεται να είναι τεράστια.
Από μετα-αναλύσεις τόσο επιδημιολογικών όσο και κλινικών μελετών φαίνεται ότι για κανένα από τα παραπάνω νοσήματα, ο ρόλος της βιταμίνης D δεν είναι ξεκάθαρος και ότι μάλλον η εξέλιξη της ίδια της χρόνιας νόσου μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλά επίπεδα βιταμίνης και όχι το αντίθετο. Επιπλέον, από μελέτες δεν τεκμηριώνεται τελικά η ανάγκη ευρείας χρήσης συμπληρωμάτων βιταμίνης D για την πρόληψη της οστεοπόρωσης αλλά ούτε και ο προστατευτικός ρόλος ενός τέτοιου συμπληρώματος στον κίνδυνο καταγμάτων μέσω αύξησης της οστικής πυκνότητας στους ηλικιωμένους.
Εν κατακλείδι, αποφεύγετε να χρησιμοποιείτε συμπληρώματα βιταμίνης D χωρίς να υπάρχει κάποια διαπιστωμένη έλλειψη ή ανεπάρκεια και προσπαθήστε για μία μεγαλύτερη έκθεση στον ήλιο, εφόσον έτσι κι αλλιώς η χώρα που ζούμε μας το προσφέρει απλόχερα.