28/10/2025
Η ήρεμη δύναμη του σκύλου θεραπείας
Ήταν Κυριακή και η αίθουσα του γηροκομείου είχε πλημμυρίσει από χαρά και αναμονή. Οι άνθρωποι περίμεναν «τα ζωάκια». Δεν ήξεραν τι θα δουν. Οι σκύλοι, με την αθώα τους παρουσία, μπήκαν στο χώρο, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα γαλήνης και χαράς – μια ατμόσφαιρα που φαινόταν να αψηφάται από έναν μόνο άνθρωπο.
Ο κύριος Δημοσθένης καθόταν στο αναπηρικό του καροτσάκι, απομονωμένος όχι από την απόσταση, αλλά από τη ρητή του δήλωση. Μόλις τον πλησίασα με τον σκύλο, η φωνή του, αν και ήρεμη, ήταν αμετάκλητη.
"Δε τα συμπαθώ τα ζώα," είπε, το βλέμμα του καρφωμένο στο κενό.
"Φυσικά, κύριε Δημοσθένη. Σας κατανοώ απόλυτα," απάντησα, προσπαθώντας να τον καθησυχάσω. "Θα φροντίσω να μη σας πλησιάσει. Δε χρειάζεται να τον ακουμπήσετε, ούτε θα καθίσει δίπλα σας».
Εκείνος αναστέναξε ελαφρά. "Δε τα πείραξα ποτέ," εξήγησε, με μια νότα υπερηφάνειας στη φωνή του, "αλλά δε τα θέλω δίπλα μου. Τίποτα παραπάνω."
"Είναι απολύτως σεβαστό. Μην ανησυχείτε, θα μπορούσα να καθίσω εγώ εδώ δίπλα σας?" είπα.
Σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, ο σκύλος, ο οποίος διαισθανόταν την απόσταση, είχε σταθεί λίγα βήματα μακριά από το καροτσάκι. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να τον πλησιάσει, ούτε καν να τον κοιτάξει. Ήταν μια σιωπηλή, ακίνητη παρουσία, σαν να περίμενε υπομονετικά πίσω από μια αόρατη γραμμή.
Μετά από λίγο, απομακρύνθηκα. Μια κυρία στην άλλη άκρη του δωματίου ήθελε πολύ να χαιδέψει τον σκύλο, και έτσι πήγα εκεί. Από μακριά, μπορούσα να τον δω που κοιτούσε όχι με δυσαρέσκεια, αλλά με μια ήσυχη, επίμονη περιέργεια. Παρακολουθούσε τη σκηνή, την αλληλεπίδραση, τη σιωπηλή ανταλλαγή στοργής.
Άφησα να περάσει αρκετός χρόνος, δίνοντας του χώρο και χρόνο να παρατηρήσει ανενόχλητος. Όταν ξαναπήγα κοντά του, πλησιάσαμε αργά, διατηρώντας την ίδια απόσταση. Ο σκύλος στάθηκε ξανά ακίνητος.
Εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι απροσδόκητο. Ο κύριος Δημοσθένης έβαλε το χέρι του στον αέρα, με εμφανή δυσκολία. Ήταν μια αργή, επίπονη κίνηση, αλλά αποφασιστική. Το χέρι του βρήκε το κεφάλι του σκύλου. Το άγγιγμα ήταν ελαφρύ, σχεδόν διστακτικό.
Και ενώ το χέρι του ακουμπούσε το ζεστό, μαλακό τρίχωμα, άρχισε να μου λέει πάλι τα ίδια: "Δε τα θέλω κοντά μου, δε τα έχω πειράξει ποτέ, αλλά δε θέλω να έχω την ευθύνη τους, να βγαίνω βόλτες..." και τον χάιδευε.
Η δήλωσή του ήταν η ίδια, αλλά η πράξη του ήταν διαφορετική. Το χέρι του συνέχιζε να ακουμπά το κεφάλι του σκύλου, μια σιωπηλή αντίφαση στην προφορική του άρνηση. Ήταν σαν να είχε υψώσει έναν τοίχο με τα λόγια του, αλλά την ίδια στιγμή, είχε ανοίξει μια μικρή πόρτα με την πράξη του. Δεν ήταν μια δήλωση αγάπης, αλλά μια στιγμή ειλικρινούς επαφής. Ίσως η απόρριψη δεν αφορούσε το ζώο, αλλά την ευθύνη, τον φόβο του δεσμού, ή απλά μια παλιά ριζωμένη συνήθεια.
Εκείνη τη στιγμή, η θεραπεία δεν ήταν η αναμενόμενη χαρά. Ήταν μία γέφυρα που μόλις είχε στηθεί ανάμεσα σε μια καρδιά που ειχε άρνηση να δεχτεί και σε μια ψυχή που απλά στεκόταν, περιμένοντας.